Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεννημένος το 1896 στο χωριό Αδάμοβχα της επαρχίας Χάρκωφ, ο μακάριος ιεράρχης Ιωάννης ανήκε στην ευγενή οικογένεια των Μαξίμοβιτς. Βαπτίσθηκε με το όνομα Μιχαήλ, ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση στη στρατιωτική σχολή της Πολτάβας και εν συνεχεία σπούδασε Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Χάρχωφ. Η επανάσταση και η κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας που ακολούθησε, τον έπεισε για το πρόσκαιρο των επίγειων πραγμάτων, και το ανίσχυρο των ανθρώπινων δυνάμεων, οπότε και έλαβε την απόφαση να απαρνηθεί τη ματαιότητα του κόσμου για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1921), η οικογένειά του κατέφυγε στο Βελιγράδι, όπου ολοκλήρωσε τις θεολογικές σπουδές του.

Εισήλθε στη Μονή του Μίλκοβο, όπου έζησε σε μια κοινότητα είκοσι Ρώσων και Σέρβων μοναχών, που τηρούσαν στην εντέλεια τις αρχές της μοναχικής πολιτείας. Το 1926 εκάρη μοναχός από τον μητροπολίτη Αντώνιο Κραποβίτσκυ (1863-1936), έναν από τους λαμπρότερους Ρώσους ιεράρχες, που είχαν κατορθώσει να γλιτώσουν από την επαναστατική θύελλα. Παίρνοντας το όνομα του αγίου συγγενή του Ιωάννη του Τομπόλσκ, oρίσθηκε σύντομα επιτηρητής και καθηγητής στο σερβικό ιεροδιδασκαλείο της Μπίτολα, όπου άσκησε μεγάλη επίδραση στους μαθητές του με την ασκητική βιοτή του και την πατρική φροντίδα του. Μετά την επιθεώρηση των κοιτώνων, περνούσε τη νύχτα προσευχόμενος, και δεν έδινε ανάπαυση στον εαυτό του παρά μια δυο ώρες, γονατιστός μπροστά στις εικόνες. Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα ότι από τη μοναχική του κουρά και ύστερα δεν πλάγιασε ποτέ να κοιμηθεί. Έτρωγε μία φορά την ημέρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, και κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή τρεφόταν μόνον με πρόσφορα, περνώντας την πρώτη και τελευταία εβδομάδα εν πλήρη ασιτία. Από την Πέμπτη προετοιμαζόταν για τη Λειτουργία της Κυριακής, χωρίς να τρώει σχεδόν τίποτε. Όταν διάβαζε τις ευχές, έδειχνε να μιλάει στον Χριστό και στους παρόντες αγίους, και εξερχόταν του ιερού με την όψη του να λάμπει. Ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο οποίος ήταν στην κεφαλή της επισκοπής, τον επισκεπτόταν συχνά και έλεγε: «Είναι άγγελος του Θεού με όψη ανθρώπου». Διατηρούσε επίσης θερμές σχέσεις με έναν άλλον άγιο της εποχής μας, τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, συνάδελφό του στο ιεροδιδασκαλείο.

Το 1934 χειροτονήθηκε επίσκοπος, παρά τους δισταγμούς του, και στάλθηκε στη Σαγκάη, όπου ανάλωσε τις δυνάμεις του στη στήριξη και παρηγορία των πολλών Ρώσων προσφύγων. Άρχισε με τη συμφιλίωση των Ορθοδόξων των διαφορετικών εθνοτήτων, τους οποίους χώριζαν έριδες περί δικαιοδοσίας, και οργάνωσε την αρωγή στους φτωχούς. Με κάθε καιρό έτρεχε ο ίδιος μέσα στους δρόμους για να μαζέψει τα άρρωστα και ορφανά παιδιά, ρωσόπουλα ή κινεζόπουλα. Το ορφανοτροφείο που ίδρυσε υπό την προστασία του αγίου Τύχωνος Ζαντόνσκ, άρχισε με οχτώ παιδιά και κατέληξε να στεγάζει 3.500, όταν η έλευση των κομμουνιστών ανάγκασε την κοινότητα να καταφύγει πρώτα σε ένα νησί των Φιλιππίνων και κατόπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, ο Άγιος Ιωάννης συνέχισε, και μάλιστα επέκτεινε την ασκητική πολιτεία του, τελούσε δε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά. Έχοντας προσβληθεί από έλκη στα σκέλη, αρνιόταν να χειρουργηθεί, και όταν τελικά ενέδωσε στις πιέσεις των ενοριτών, το ίδιο το βράδυ της επέμβασης βρισκόταν στην εκκλησία για να τελέσει την Aγρυπνία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Αρκούνταν στα πιο ταπεινά ενδύματα, φορούσε μόνο ελαφριά σανδάλια που συχνά τα έδινε σε κάποιον φτωχό, και λειτουργούσε ανυπόδητος προς μεγάλο σκανδαλισμό ορισμένων. Επεκτεινόμενος έτσι προς τον Θεό δια της ασκήσεως, με την ίδια αυστηρότητα των παλαιών Πατέρων, είχε λάβει από τον Θεό το δώρο της διορατικότητος, που το χρησιμοποιούσε με διάκριση για τη σωτηρία και οικοδομή των ψυχών. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας επισκεπτόμενος αρρώστους, προσκομίζοντας σε αυτούς τη Θεία Κοινωνία και παρηγορώντας τους με την παρουσία του Θεού, και δεν περιφρονούσε ούτε τους φυλακισμένους ούτε τους ψυχασθενείς, οι οποίοι τον υποδέχονταν με γαλήνη και χαρά, ακούγοντας προσεκτικά τις ομιλίες του.

Κατά την ιαπωνική κατοχή, ενώ η ρωσική κοινότητα της Σαγκάης βρισκόταν υπό συνεχή απειλή, ο θαρραλέος ιεράρχης ανέλαβε με κίνδυνο της ζωής του τη διοίκησή της, ενώ συνέχισε να επισκέπτεται το ποίμνιό του ακόμη και μέσα στη νύχτα, στις πιο επικίνδυνες συνοικίες. Με την έλευση των κομμουνιστών το 1949, οι Ρώσοι πρόσφυγες, πέντε χιλιάδες τον αριθμό, εκτοπίστηκαν σε ένα νησί των Φιλιππίνων που το έπλητταν συχνά τυφώνες. Προστατευμένο όμως από τις προσευχές του ποιμένα του, το προσφυγικό στρατόπεδο έμεινε απρόσβλητο κατά τους είκοσι επτά μήνες της διαμονής τους εκεί. Λίγο μετά την αναχώρηση της πλειονότητας των προσφύγων, ένας τρομερός τυφώνας κατέστρεψε oλοσχερώς το στρατόπεδο.

Έχοντας εξασφαλίσει από τις Αρχές της Ουάσιγκτον την άδεια μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες για το ποίμνιό του, ο ακούραστος ποιμένας, ζώντας πάντα μέσα στη μεγαλύτερη ένδεια, φρόντισε για την εγκατάσταση του ποιμνίου του. Έπειτα από δύο χρόνια ορίστηκε το 1951 αρχιεπίσκοπος της εν Υπερορία Ρωσικής Εκκλησίας για τη Δυτική Ευρώπη. Έχοντας αρχικά την έδρα τον στο Παρίσι, διέμενε αργότερα στις Βρυξέλλες. Ένα από τα βασικά του μελήματα ήταν να εργαστεί για τη συμφιλίωση των Ρώσων Ορθοδόξων που ήσαν διαιρεμένοι σε τρεις δικαιοδοσίες. Δεν περιοριζόταν όμως στις ποιμαντικές ανάγκες των Ρώσων μεταναστών, αλλά έδειχνε έντονο ενδιαφέρον και για την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας στη Δύση, και εκδήλωνε βαθιά ευλάβεια για τους προ του Σχίσματος αγίους της Δύσης, τη λειτουργική μνήμη των όποίων προσπάθησε να επαναφέρει στην Ευρώπη, όπως και στην Κίνα, και εν συνεχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο άγιος συνέχιζε να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τον θείο Νόμο, δίχως να λογαριάζει τις κοινωνικές συμβάσεις, γεγονός που επέσυρε πάνω του την κριτική των μεν, ενώ οι δε έβλεπαν με θαυμασμό στο πρόσωπό του έναν δια Χριστόν σαλό της εποχής μας.

Μια ημέρα ένας Ρωμαιοκαθολικός ιερέας, θέλοντας να βεβαιώσει τους πιστούς του ότι η αγιότητα δεν ήταν επ’ ουδενί ένα πράγμα του παρελθόντος, φώναξε στην ομιλία του: «Να που στους δρόμους του Παρισιού κυκλοφορεί σήμερα ένας άγιος Ιωάννης ο Aνυπόδητος!». Χωρίς να απαρνηθεί τίποτε από την ασκητική πολιτεία του, διάβαζε όλες τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες, κατά την ορισμένη ώρα, ακόμη και στις αποβάθρες ενός σταθμού, και τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, μνημονεύοντας χιλιάδες ονόματα πνευματικών του τέκνων. Επανειλημμένως πιστοί τον είδαν ανυψωμένο από τη γη, και περιβαλλόμενο από φως. Συνήθιζε να λέει: «Η πολλή δουλειά δεν μου επιτρέπει να μην προσεύχομαι», συνοψίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο συνέδεε την ασκητική πολιτεία του με το ποιμαντορικό του έργο.

Το 1962 εστάλη επειγόντως στο Σαν Φρανσίσκο για να αποκαταστήσει την ειρήνη στους κόλπους της Ρωσικής κοινότητας, που είχε διαιρεθεί γύρω από το ζήτημα της ανέγερσης Καθεδρικού Ναού. Υπομένοντας αγόγγυστα τις συκοφαντίες, δίχως ποτέ να κρίνει τον άλλο ή να χάνει την εσωτερική ειρήνη του, δέχτηκε ακόμη και να εμφανισθεί, αντίθετα με τους ιερούς Κανόνες, στο αστικό δικαστήριο για να απαντήσει στις κατηγορίες για υπεξαίρεση πόρων που του απέδιδαν. Ήταν μεν αυστηρός σε ό,τι αφορούσε το ήθος των πιστών του και τη διατήρηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, αλλά μοίραζε αφειδώς την αγάπη του Θεού σε όλους εκείνους που προσέτρεχαν σ’ αυτόν, δείχνοντας πάντα μια πρόσχαρη φροντίδα για τα παιδιά. Έχοντας προβλέψει πολύ πριν την ημέρα της εκδημίας του, εκοιμήθη εν ειρήνη στις 19 Ιουνίου του 1966, στο Σηάτλ, αφού τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και προσευχήθηκε επί τρεις ώρες στο Ιερό.

Η κηδεία του στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο υπήρξε ένας θρίαμβος της συμφιλιωμένης Ορθοδοξίας, ενώ μεταξύ των χιλιάδων πιστών που επί έξι ημέρες προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμά του, πολλοί ήσαν εκείνοι που παρατήρησαν ότι δεν εμφάνιζε ίχνος φθοράς, και ότι ανέδιδε εξαίσια ευωδία. Έκτοτε, ο μακάριος ιεράρχης έδωσε πολλές φορές μαρτυρία για την ουράνια αρωγή του προς τους πιστούς κάθε δικαιοδοσίας, που τον επικαλούνταν.

ΠΗΓΗ
Συναξαριστής των εκδόσεων Ίνδικτος.

«Ο Άνθρωπος του Θεού – Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς» - Τhe man of God, St. John Maximowitch

Σύντομη βιογραφία του εν Αγίοις πατρός

Αρχιεπισκόπου Ιωάννη, του Θαυματουργού,

της Σαγκάης και του Σαν Φρανσίσκο.

Εκδόσεις «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ» Αθήνα 2008

«Αυτός ο άνθρωπος, πού φαίνεται αδύναμος,

στην πραγματικότητα είναι ένα θαύμα ασκητικής σταθερότητας

και αποφασιστικότητας στην εποχή μας

της γενικής πνευματικής εξασθένησης».

Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκι

«Αν θερμά επιθυμείς να δεις ένα ζωντανό Άγιο,

πήγαινε στο Μπίτολ στον πατέρα Ιωάννη».

Επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1896, στο εξοχικό κτήμα των γονιών του, πού ήταν απόγο­νοι ευγενών, του Μπόρις Ιβάνοβιτς και της Γκλαφίρα Μιχαϊλόβα Μαξίμοβιτς, στη μικρή πόλη Ανταμόβκα της επαρ­χίας του Κάρκοφ. Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα του προς τι­μήν του Αγίου Μιχαήλ του Αρχαγγέλου. Οι προγονοί του, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν σερβικής καταγωγής. Ένας από τους προγόνους του, ο Άγιος Ιωάννης, Μητροπολίτης του Τομπόλσκ, ήταν ένας ασκητής με άγια ζωή, ένας ιεραπόστολος κι ένας πνευματικός συγγραφέας. Ο Άγιος Ιωάννης του Τομπόλσκ έζησε στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα και ανακηρύχθηκε Άγιος το 1916. Η αγιοποίηση του ήταν η τελευταία πού εορτάστηκε πανηγυρικά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τσάρου-μάρτυρα Νικολάου.

Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ένα υπάκουο παιδί. Η αδελφή του θυμάται ότι ήταν πολύ εύκολο για τους γονείς του να τον αναθρέψουν. Προβληματιζόμενος για το μέλλον του, κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων, δεν μπορούσε να πά­ρει μία οριστική απόφαση, ως προς ένα επάγγελμα, καθώς ήταν αβέβαιος για το αν θα έπρεπε να αφιερώσει τον εαυτό του στη στρατιωτική ή στη δημόσια υπηρεσία. Ήξερε μόνο ότι τη ζωή του στο μέλλον θα καθοδηγούσε μία ακατανίκητη επιθυμία να υποστηρίξει την Αλήθεια, πού καλλιεργήθηκε μέσα του από τους γονείς του. Εμπνεόταν από τα παραδείγματα εκείνων των ανθρώπων πού έδωσαν τη ζωή τους για την Αλήθεια.

Άρχισε την εκπαίδευση του στη Στρατιωτική Ακαδημία της Πολτάβα, για την οποία ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος θα έλεγε αργότερα, ότι «ήταν συνδεδεμένη με μία από τις ένδο­ξες σελίδες της ιστορίας της Ρωσίας». Ήταν ένας υποδειγματικός φοιτητής, όμως αντιπαθούσε δύο μαθήματα: τη γυ­μναστική και τον χορό. Ήταν συμπαθής στην Ακαδημία, όμως παρ' όλα αυτά ένιωσε ότι έπρεπε να διαλέξει ένα διαφορετικό δρόμο. Η ιδέα αυτή καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από την επαφή με τον ευρέως γνωστό διδάσκαλο των Θρησκευτικών στην Ακαδημία, Αρχιερέα Σέργιο Τσετβερίκοφ, συγ­γραφέα βιβλίων για τον Άγιο Παίσιο Βελιτσκόφσκι και τους Αγίους Γέροντες της Όπτινα, και με τον διευθυντή του τοπικού ιεροδιδασκαλείου, Αρχιμανδρίτη Βαρλαάμ. Η ημέρα πού ο Μιχαήλ Μαξίμοβιτς ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία συνέπεσε με την ημέρα τελετής της εγκαταστάσεως του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου Κραποβίτσκι στην καθέδρα της Μητρόπολης Κάρκοφ. Αυτός ο ξακουστός ιεράρχης και θεολόγος ήταν ο κύριος συνήγορος της αποκατάστασης του Πατριαρχείου στη Ρωσία, μεταγενέστερα ο Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας, και τελικά ο πρώτος ιε­ράρχης της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς. Σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του αυτός ο αρχιερέας ενέπνευσε την προς την Εκκλησία προσανατολισμένη ακαδη­μαϊκή νεολαία σε όλα τα πνευματικά θέματα, χάρη στο κυ­ριότερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την ειλικρινή αγάπη του γι' αυτούς. Έχοντας ακούσει για τον νεαρό Μιχαήλ Μαξίμοβιτς, για τον όποιο πολλοί μιλούσαν σε εκκλησιαστικούς κύκλους, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος επιθυμούσε να τον συ­ναντήσει. Ήταν στο Κάρκοφ πού ο Αρχιεπίσκοπος Αντώ­νιος έγινε πνευματικός οδηγός του Άγιου Ιωάννη. Αυτή η σχέση συνεχίστηκε σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του Αρχιε­πισκόπου Αντωνίου.

Στο Κάρκοφ ο Μιχαήλ μπήκε στη Νομική Σχολή, την οποία ολοκλήρωσε το 1918, και υπηρέτησε για μικρό διάστημα στο δικαστήριο του Κάρκοφ κατά την περίοδο πού την Ουκρανία εξουσίαζε ο Κοζάκος αρχηγός Χέτμαν Σκοροπάτσκι. Όμως, η καρδιά του μελλοντικού ιεράρχη ήταν μακριά από αυτό τον κόσμο. Όταν δεν μελετούσε, δαπανούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο πανεπιστήμιο, διαβάζοντας πνευματική λογοτεχνία, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους Βίους Αγίων. «Ενώ σπούδαζα τις κοσμικές επιστήμες», είπε ο Άγιος κατά την εκλογή του στην Επισκοπή, «πολύ περισσότερο εντρυφούσα στη μελέτη της Επιστήμης των επιστημών, στη σπουδή της πνευματικής ζωής». Επι­σκεπτόμενος το μοναστήρι, οπού ζούσε ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, ο Μιχαήλ είχε την ευκαιρία να προσεύχεται στον τάφο ενός ασκητή του πρώτου μισού του 18ου αιώνα, του Αρχιεπισκόπου Μελετίου Λεοντίεβιτς, ενός δίκαιου βαθιά τιμημένου, αλλά όχι ακόμα αγιοποιημένου. Την ψυχή του νεαρού Αγίου διαπερνούσε μία δίψα να αποκτήσει τον αλη­θινό σκοπό και δρόμο της εν Χριστώ ζωής.

Μεγάλη εντύπωση έκανε στον Μιχαήλ ο Επίσκοπος Βαρνάβας (ο μετέπειτα Πατριάρχης της Σερβίας) κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Κάρκοφ. Ο νεαρός Σέρβος Επίσκοπος, τον όποιο θερμά υποδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, του διηγήθηκε τα βάσανα του σερβικού λαού κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 1917, πριν την Επανάσταση, όταν οι Σέρβοι, πού πολεμούσαν εναντίον της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Τουρ­κίας, δεν είχαν σχεδόν καθόλου έδαφος ελεύθερο από εχθρι­κή κατοχή. Χάρη στην έμπνευση του Αρχιεπισκόπου Αντω­νίου η ανταπόκριση του ρωσικού λαού για ενίσχυση των Σέρβων ήταν ομόθυμη. Σ' αυτό το παράδειγμα ο Μιχαήλ αναγνώρισε την παγκόσμια σημασία της Εκκλησίας και το καθήκον ενός Επισκόπου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των Ορθόδοξων λαών. Με τη σειρά του ο Επίσκοπος Βαρνάβας, μόλις έγινε Πατριάρχης, ήταν ιδιαίτερα φιλόξε­νος και εξυπηρετικός προς την Ιεραρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς.

Η Ρωσική Επανάσταση ανάγκασε την οικογένεια Μαξίμοβιτς να εγκαταλείψει εσπευσμένα την πατρίδα της και να προσφύγει στη Γιουγκοσλαβία, όπου ο Μιχαήλ μπορούσε να ξεκινήσει τις θεολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Σάββα, τις όποιες ολοκλήρωσε αργότερα, το 1925. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, ο Μιχαήλ χειροθετήθηκε αναγνώστης στο Βελιγράδι από τον Μητροπολίτη Αντώνιο, ο όποιος επίσης τον έκειρε μοναχό το 1926 στο Μο­ναστήρι Μίλκοβο, δίνοντας του το όνομα Ιωάννης, προς τι­μήν του μακρινού του συγγενή, του πρόσφατα ανακηρυχθέντος Αγίου Ιωάννη του Τομπόλσκ. Σύντομα, μετά απ' αυτό, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Στην εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο νεαρός καλόγερος έγινε ιερομόναχος. Κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών ήταν διδάσκαλος των Θρησκευτικών στο σερβικό κρατικό Γυμνάσιο και το 1929 έγινε διδά­σκαλος στο σερβικό 'Ιεροδιδασκαλείο του Αγίου Αποστόλου Ιωάννη του Θεολόγου στην πόλη Μπίτολ, πού ήταν τμήμα της Επισκοπής Αχρίδος.

Στο Μπίτολ ο Άγιος Ιωάννης κέρδισε την αγάπη των φοιτητών του και ήταν εδώ που οι πνευματικοί του αγώνες έγιναν γνωστοί σ' εκείνους πού ήταν γύρω του. Ο Άγιος Ιωάννης προσευχόταν συνεχώς, τελούσε τη Θεία Λειτουρ­γία καθημερινά η παρακολουθούσε τη Λειτουργία και με­τείχε των του Χριστού Αγίων Μυστηρίων, νήστευε αυστηρά και συνήθως έτρωγε μία φορά την ήμερα, αργά το απόγευμα. Με πατρική αγάπη ο Άγιος ενστάλαξε στους σπουδα­στές του ιεροδιδασκαλείου υψηλά πνευματικά ιδανικά. Ήταν οι πρώτοι πού ανακάλυψαν το μεγάλο ασκητικό του ανάστημα, προσέχοντας πώς ο Άγιος ποτέ δεν ξάπλωνε να κοιμηθεί και όταν τον έπαιρνε για λίγο ο ύπνος, ήταν μόνο από πλήρη εξάντληση και συχνά κατά τη διάρκεια προσκύ­νησης στη γωνία κάτω από τις εικόνες. Ο Επίσκοπος Νικό­λαος Βελιμίροβιτς εκτιμούσε και αγαπούσε τον νεαρό Ιερο­μόναχο Ιωάννη. Μία φορά, αφήνοντας το ιεροδιδασκαλείο, στράφηκε σε μία μικρή ομάδα ιεροσπουδαστών και είπε: «Παιδιά, να ακούτε τον πατέρα Ιωάννη. Είναι ένας άγγελος του Θεού με τη μορφή ενός ανθρώπου». Οι ίδιοι οι ιεροσπουδαστές ήταν πεπεισμένοι πώς ο Άγιος Ιωάννης αληθι­νά ζούσε μία αγγελική ζωή.

Η υπομονή και η ταπεινοφροσύνη του ήταν όμοιες με την υπομονή και την ταπεινοφροσύνη των μεγάλων ασκη­τών και κατοίκων της ερήμου. Ξαναζούσε τα γεγονότα του Άγιου Ευαγγελίου, σαν να ελάμβαναν χώρα μπροστά στα μάτια του. Πάντα ήξερε σε ποιο κεφάλαιο μπορούσε να βρει ένα γεγονός και, όταν χρειαζόταν, πάντα μπορούσε να παραθέσει ένα ορισμένο εδάφιο. Γνώριζε τον χαρακτήρα και λεπτομέρειες για κάθε σπουδαστή, έτσι ώστε ανά πάσα στιγ­μή μπορούσε να εκτιμήσει τι ήξερε ή δεν ήξερε ένας σπου­δαστής. Ο Άγιος Ιωάννης είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα από τον Θεό, μία ασυνήθιστα καλή μνήμη. Συνεπώς, τέτοιες αξιολογήσεις των σπουδαστών του μπορούσαν να γίνουν χωρίς καθόλου να ανατρέχει σε προηγούμενα αρχεία ή ση­μειώσεις. Αμοιβαία αγάπη συνέδεε τον Άγιο Ιωάννη και τους ιεροσπουδαστές. Γι' αυτούς ήταν η ενσάρκωση όλων των χριστιανικών αρετών. Δεν έβλεπαν κανένα ελάττωμα σ' αυτόν, ούτε καν στην ομιλία του (ο Άγιος Ιωάννης είχε ένα ελαφρό τραύλισμα). Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, προσω­πικό ή κοινωνικό, πού να μην μπορούσε να το λύσει άμεσα.

Δεν υπήρχε ούτε μία ερώτηση για την οποία δεν μπορούσε να βρει μία απάντηση. Η απάντηση του ήταν πάντα μεστή, σαφής, ολοκληρωμένη και πλήρης, γιατί ήταν ένας αληθινά μορφωμένος άνθρωπος. Η μόρφωση του, η «σοφία» του, βα­σιζόταν στο πιο σταθερό θεμέλιο, στον «φόβο του Θεού». Ο Άγιος προσευχόταν με θέρμη για τους ιεροσπουδαστές του. Κάθε βράδυ θα έκανε τη βόλτα του, ελέγχοντας τον καθένα, τακτοποιώντας το μαξιλάρι του ενός, την κουβέρτα του άλλου. Φεύγοντας από το δωμάτιο ευλογούσε τους ειρηνικά κοιμώμενους με το σημείο του σταυρού.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο Άγιος Ιωάννης δεν έτρωγε τίποτα περισ­σότερο από ένα πρόσφορο την ήμερα· το ίδιο και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των Παθών. Όταν έφτανε το Μεγά­λο Σάββατο το σώμα του ήταν εντελώς εξαντλημένο. Όμως, την ημέρα της Αγίας Αναστάσεως του Κυρίου ξαναζωντά­νευε και η δύναμη του επέστρεφε. Στον πασχαλινό Όρθρο θριαμβευτικά αναφωνούσε «Χριστός Ανέστη!», σαν ο Χριστός να αναστήθηκε ειδικά εκείνη την αγία νύχτα. Το πρό­σωπο του έλαμπε. Η πασχαλινή χαρά πού ο Άγιος ακτινοβολούσε μεταδιδόταν στον καθένα μέσα στην εκκλησία. Οποιοσδήποτε βρέθηκε στην εκκλησία με τον Άγιο Ιωάννη το Πάσχα ζούσε αυτή την εμπειρία.

Το 1934 η Σύνοδος των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς αποφάσισε να αναβιβάσει τον Άγιο Ιωάννη στον βαθμό του επισκόπου και να τον ορί­σει στη Σανγκάη ως εφημέριο Επίσκοπο της Επισκοπής της Κίνας. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη, τίποτε δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από τις προθέσεις του,

γεγονός πού φαίνεται από μία αφήγηση μιας γνωστής του από τη Γιουγκοσλαβία. Μία φορά, όταν τον συνάντησε στο τραμ, τον ρώτησε τι τον είχε φέρει στο Βελιγράδι. Αυτός απάντησε ότι ήρθε στο Βελιγράδι επειδή από λάθος είχε δε­χτεί μία ειδοποίηση στη θέση ενός άλλου Ιερομόναχου Ιω­άννη, ο όποιος επρόκειτο να γίνει επίσκοπος. Όταν τον είδε ξανά την επόμενη μέρα, της είπε πώς το λάθος ήταν χειρότε­ρο απ' ό,τι είχε υποθέσει, επειδή αποδείχτηκε ότι είχαν αποφασίσει να τον χειροτονήσουν επίσκοπο. Όταν έφερε αντίρρηση, επισημαίνοντας τον τραυλισμό του, του είπαν πώς ο προφήτης Μωϋσής είχε την ίδια δυσκολία. Η χειροτονία έγινε στις 28 Μαΐου 1934. Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο τελευταίος επίσκοπος πού χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη Αντώνιο.

Ο νεαρός επίσκοπος έφτασε στη Σανγκάη από τη Σερβία στις 21 Νοεμβρίου 1935, εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πολλοί άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στην απο­βάθρα για να προϋπαντήσουν τον νέο τους αρχιερέα, πού ανέλαβε μ' όλη του την καρδιά τις ευθύνες του και σύντομα καθιερώθηκε ως μορφή στην πόλη της Σανγκάης. Τον περί­μεναν η αποπεράτωση ενός μεγάλου Καθεδρικού Ναού, καθώς και η επίλυση μιας υπάρχουσας διαμάχης δικαιοδοσιών. Ο Άγιος Ιωάννης γρήγορα διευθέτησε αυτήν τη διαμάχη και με το πέρασμα του χρόνου εδραίωσε σχέσεις με τους Σέρβους, Έλληνες και Ουκρανούς της Επισκοπής του. Ο Άγιος αποπεράτωσε την κατασκευή του πελώριου Καθεδρικού Ναού προς τιμήν της Εικόνας της Μητέρας του Θεού «Εγγυήτρια των Αμαρτωλών» και μιας τριώροφης κατοι­κίας μ' ένα κωδωνοστάσιο. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε στην πνευματική μόρφωση των παιδιών. Ο ίδιος προσωπικά δίδασκε τον Νόμο του Θεού στις ανώτερες τάξεις του Εμπορι­κού Ιδρύματος και πάντα παρακολουθούσε τις εξετάσεις για τα θρησκευτικά μαθήματα σ' όλα τα σχολεία της Σανγκάης. Ήταν ο εμπνευστής και ο οδηγός στην ανέγερση εκκλησιών, ενός νοσοκομείου, ενός ασύλου για τους διανοητικά ασθε­νείς, ενός ορφανοτροφείου, ενός γηροκομείου, μιας κοινο­τικής αίθουσας τραπεζαρίας - με λίγα λόγια, όλων των κοι­νωνικών δραστηριοτήτων της ρωσικής Σανγκάης. Ο Άγιος ήταν ενωμένος με το ποίμνιο του. Συμμετείχε άμεσα στο έργο όλων ουσιαστικά των οργανώσεων των μεταναστών.

Ωστόσο, ενώ συμμετείχε ενεργά σε τόσο ευρύ φάσμα κοι­νωνικών υποθέσεων, ήταν ξένος προς τον κόσμο. Από την πρώτη ήμερα της άφιξης του στη Σανγκάη, ο Άγιος, όπως και πριν, τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία. Όπου και αν βρισκόταν, ήταν πάντοτε παρών στις Λειτουργίες.

Μία φορά, ως αποτέλεσμα της συνεχούς ορθοστασίας του, το πόδι του Αγίου πρήστηκε σοβαρά και μία ομάδα ιατρών, φο­βούμενη γάγγραινα, διέταξε άμεση νοσοκομειακή περίθαλ­ψη. Ο Άγιος αρνήθηκε. Ύστερα από αυτό, οι Ρώσοι για­τροί ενημέρωσαν το Ενοριακό Συμβούλιο ότι δεν μπορούσαν να αναλάβουν καμία ευθύνη για την υγεία, ακόμη και για τη ζωή του ασθενή. Τα μέλη του Ενοριακού Συμβουλίου, μετά από έντονες παρακλήσεις, ακόμη και απειλές, να τον εισαγά­γουν σε νοσοκομείο με τη βία, ανάγκασαν τον Άγιο να συμ­φωνήσει και έτσι τον έστειλαν στο νοσοκομείο. Το ίδιο απόγευμα, ωστόσο, έφυγε από το νοσοκομείο μόνος του και στις έξι τελούσε ολονύκτια αγρυπνία, όπως συνήθως.

Τελούσε όλες τις καθημερινές ακολουθίες πλήρως και χωρίς περικοπές, έτσι ώστε στην τελευταία ακολουθία της ημέ­ρας να διαβάζονται πέντε ή και περισσότεροι κανόνες προ­κειμένου να τιμηθούν όλοι οι Άγιοι. Ο Άγιος δεν επέτρεπε περιττές κουβέντες στο Ιερό και ο ίδιος προσωπικά εξασφά­λιζε πώς οι βοηθοί του ιερέα συμπεριφέρονταν όπως θα έπρεπε, συντάσσοντας γι' αυτούς έναν κανόνα συμπερι­φοράς, στον όποιο αυστηρά, αλλά και στοργικά, απαιτούσε προσκόλληση. Μετά τη Λειτουργία ο Άγιος Ιωάννης παρέ­μενε στο Ιερό για δύο ή τρεις ώρες, γεγονός πού σχετίζεται μ' ένα σχόλιο του κάποτε: «πόσο δύσκολο είναι να αποσπά­σει κανείς βίαια τον εαυτό του από την προσευχή και να επι­στρέψει στις κοσμικές υποθέσεις!». Τη νύχτα παρέμενε άγρυπνος αντί να κοιμάται. Ποτέ δεν πήγαινε «επίσκεψη» κάπου ειδικά, αντίθετα θα εμφανιζόταν απρόσμενα σ' εκεί­νους πού είχαν ανάγκη, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συν­θήκες και στις πλέον ασυνήθιστες ώρες. Καθημερινά επισκεπτόταν με τα Τίμια Δώρα τους αρρώστους. Συχνά τον έβλε­παν, ενώ η ώρα ήταν περασμένη και ο καιρός δριμύς, να περπατά στους δρόμους της Σανγκάης με την επισκοπική του ράβδο στο χέρι και τα ράσα του να ανεμίζουν. Όταν τον ρω­τούσαν πού πήγαινε με τέτοιο καιρό, ο Άγιος απαντούσε «όχι πολύ μακριά· είναι ανάγκη να επισκεφτώ τον τάδε»· και όταν τον συνόδευαν σ' εκείνο το μέρος, το «όχι πολύ μακριά» ήταν συχνά δύο ή τρία χιλιόμετρα.

«Όταν ενδιαφέρεται κάποιος για τη σωτηρία των ψυχών των ανθρώπων», έλεγε ο Άγιος, «πρέπει να θυμάται ότι οι άνθρωποι έχουν και σωματικές ανάγκες, πού κραυγαλέα διακηρύσσουν την παρουσία τους. Δεν μπορεί κάποιος να κηρύσσει το Ευαγγέλιο, χωρίς να επιδεικνύει αγάπη στις πράξεις του». Μία εκδήλωση τέτοιας έμπρακτης αγάπης από τον Άγιο Ιωάννη ήταν η ίδρυση του Ορφανοτροφείου του Αγίου Τύχωνα του Ζαντόνσκ για ορφανά και παιδιά απόρων γονέων. Συγκέντρωσε μερικές γυναίκες και με τη βοήθεια τους ξεκίνησε με οκτώ μικρά παιδιά και οργάνωσε ένα ορφανοτροφείο, το όποιο έδωσε καταφύγιο σε πολλές εκατοντάδες παιδιά στη δεκαπενταετή λειτουργία του στη Σανγκάη. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος μάζεψε άρρωστα και πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και από τα σκοτεινά σοκάκια της Σανγκάης. Μία φορά έφερε στο ορφανοτροφείο ένα μικρό κορίτσι, αφού το «αγόρασε» από έναν Κινέζο για ένα μπουκάλι βότκα.

Οι ενορίτες της Επισκοπής της Σανγκάης έτρεφαν βαθιά αισθήματα αγάπης και σεβασμού για τον αρχιερέα τους, όπως αποδεικνύεται από τα ακόλουθα αποσπάσματα μιας επιστολής τους προς τον Μητροπολίτη Μελέτιο το 1943:

«Εμείς, άνθρωποι του κόσμου, λαϊκοί, δεν μπορούμε να αγγίξουμε το εύρος των γνώσεων του (του Άγιου Ιωάννη) ατή θεολογία, την πολυμάθεια του, τα κηρύγματα του τα βα­θιά διαποτισμένα από αποστολική πίστη, πού σχεδόν καθη­μερινά εκφωνούνταν και συχνά τυπώνονταν. Εμείς, οι άν­θρωποι της Σανγκάης, θα μιλήσουμε γι' αυτό πού βλέπουμε και αισθανόμαστε στην πολυφυλετική πόλη μας από την ήμερα της άφιξης του επισκόπου μας, αυτό πού βλέπουμε με τα αμαρτωλά μάτια μας και πού αισθανόμαστε με τη χρι­στιανική μας καρδιά.

Από την ήμερα της άφιξης του, το θλιβερό φαινόμενο της διαίρεσης των εκκλησιών σταμάτησε. Το Ορφανοτροφείο του Αγίου Τύχωνα του Ζαντόνσκ, πού σήμερα τρέφει, ντύνει και μορφώνει 200 παιδιά, οικοδομήθηκε από το τίποτα. Σταδιακά οι συνθήκες του πτωχοκομείου, στο όνομα του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος, βελτιώθηκαν. Οι άρρωστοι σ' όλα τα νοσοκομεία της Σανγκάης δέχονται επισκέψεις από ιερείς, τους μεταδίδονται τα Άγια Μυστήρια τακτικά και σε περίπτωση θανάτου, ακόμη κι οι άστεγοι θάβονται με μία αξιοπρεπή κηδεία. Τους διανοητικά ασθενείς, πού βρίσκο­νται σ' ένα νοσοκομείο μακριά από την πόλη, τους επισκέπτεται ο ίδιος προσωπικά. Οι φυλακισμένοι στις φυλακές της "Αποικίας" και της Γαλλικής Ζώνης έχουν τη δυνατό­τητα να προσευχηθούν στον τόπο της φυλάκισης τους, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και να λάβουν τη Θεία Κοινωνία μηνιαίως. Στρέφει σοβαρά την προσοχή του στην ανατροφή και τη μόρφωση των νέων μ' ένα αυστηρά ορθόδοξο και πατριωτικό πνεύμα. Σε πολλά, μη ρωσικά, σχολεία τα παιδιά μας τώρα διδάσκονται τον Νόμο του Θεού. Κατά τη διάρκεια όλων των δύσκολων στιγμών της ζωής της κοι­νότητας μας τον βλέπουμε προπορευόμενο να προστατεύει εμάς και τις παραδοσιακές ρωσικές ηθικές μας αρχές στο έπακρο. Όλες οι σεκταριστικές οργανώσεις και οι ετερόδοξες Ομολογίες τώρα αντιλαμβάνονται ότι είναι πολύ δύσκο­λο να πολεμήσουν έναν τέτοιο στυλοβάτη της Ορθόδοξης πίστης. Ο Επίσκοπος μας ακούραστα επισκέπτεται εκκλη­σίες, νοσοκομεία, σχολεία, φυλακές, δημόσιους και στρατιω­τικούς οργανισμούς, κομίζοντας πάντα καθησυχασμό και πίστη. Από την ήμερα της άφιξης του ούτε ένας αδύναμος άνθρωπος δεν έμεινε χωρίς την προσευχή και την προσωπι­κή του επίσκεψη. Από τις προσευχές του Φωτιστή μας πολ­λοί έλαβαν ανακούφιση και υγεία. Αυτός, σαν λαμπάδα, φω­τίζει την άμαρτωλότητά μας, σαν καμπάνα πού χτυπά αφυ­πνίζει τη συνείδηση μας και καλεί τις ψυχές μας στον χρι­στιανικό αγώνα. Ως καλός ποιμένας μας καλεί, ώστε και για

μία στιγμή να αποσπαστούμε από τα επίγεια και την υλική φθορά και να σηκώσουμε ψηλά τα μάτια μας στον ουρανό, απ' όπου έρχεται η βοήθεια μας. Αυτός είναι εκείνος πού, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, είναι ένα πα­ράδειγμα: «εν λόγω, εν αναστροφή, έν αγάπη, έν πνεύματι, εν πίστη, εν αγνεία» (Προς Τιμόθεον Α' 4:12)».

Το ποίμνιο του δεν έκανε λάθος, εκτιμώντας τόσο πολύ την αξία του έργου του ιεράρχη του. Οι άνθρωποι πράγματι ένιωθαν σ' αυτόν μία ετοιμότητα «να θυσιάσει τη ζωή του» για το ποίμνιο. Κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής, όταν δύο πρόεδροι της Ρωσικής Επιτροπής Μετανάστευσης σκοτώθηκαν διαδοχικά και φόβος κατέλαβε τη ρωσική παροικία, ο Άγιος Ιωάννης, παρόλο τον αναμφισβήτητο κίνδυνο για τον ίδιο, ανακήρυξε τον εαυτό του προσωρινό αρχηγό της ρωσικής αποικίας.

Μετά την κοίμηση του Μητροπολίτη Μελετίου και το τέ­λος του πολέμου το 1945, όλο και περισσότερη πίεση ασκού­νταν στον ρωσικό απόδημο κλήρο από το Πατριαρχείο της Μόσχας, με σκοπό να υπαχθεί στον νέο Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Α'. Αυτός ήταν ο διάδοχος του Πατριάρχη Σεργίου, ο όποιος το 1927 εξέδωσε διακήρυξη, δεσμεύοντας την Εκ­κλησία σε συνεργασία με τις σοβιετικές αρχές. Στην Άπω Ανατολή όλοι σχεδόν οι ιεράρχες υποτάχθηκαν στον νεοεκλεγμένο Πατριάρχη. Ο Άγιος Ιωάννης, αρνούμενος ο ίδιος να υποταχθεί, δέχθηκε υπερβολικά μεγάλη πίεση και απειλές από τον προϊστάμενο επίσκοπο του, Αρχιεπίσκοπο Βίκτωρα. Η απάντηση του Άγιου σ' αυτές τις απειλές ήταν απλή: «υπόκειμαι στη Σύνοδο του Εξωτερικού και θα πο­ρευτώ στον δρόμο πού αύτη μου καθορίζει».

Μετά από μία μεγάλη καθυστέρηση, πού οφειλόταν στον πόλεμο, έφτασε από τη Σύνοδο των Επισκόπων μία εντολή, πού αναβίβαζε τον Επίσκοπο Ιωάννη σε Αρχιεπίσκοπο, με απευθείας υπαγωγή στη Σύνοδο. Η κινεζική εθνική κυβέρ­νηση και οι αρχές της πόλης αναγνώριζαν τον Άγιο Ιωάν­νη ως τη μόνη κεφαλή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κίνα.

Η θαυματουργική δύναμη κι η προορατική ικανότητα του Άγιου Ιωάννη ήταν ευρέως γνωστή στη Σανγκάη. Μία φορά, στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, ο Άγιος Ιω­άννης ήρθε στο εβραϊκό νοσοκομείο για να επισκεφτεί ορθόδοξους ασθενείς εκεί. Διερχόμενος ένα θάλαμο σταμά­τησε μπροστά σ' ένα παραβάν πού έκρυβε το κρεβάτι, οπού ήταν ξαπλωμένη και πέθαινε μία ηλικιωμένη Εβραία γυ­ναίκα. Δίπλα της τα μέλη της οικογένειας της περίμεναν τον θάνατο της. Ο Άγιος ύψωσε ένα σταυρό πάνω από το παραβάν και δυνατά αναφώνησε: «Χριστός Ανέστη!». Τη στιγμή εκείνη η ετοιμοθάνατη γυναίκα ανέκτησε τις αισθή­σεις της και ζήτησε νερό. Ο Άγιος πλησίασε τη νοσοκόμα και είπε «η ασθενής θέλει να πιει». Το ιατρικό προσωπικό ήταν κατάπληκτο από την αλλαγή πού είχε συντελεστεί σε κάποιον πού μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα πέθαινε. Σύντομα η γυναίκα ανάρρωσε και της δόθηκε εξιτήριο από το νοσοκο­μείο. Τέτοια περιστατικά ήταν πολυάριθμα.

Συνέβη να καλέσουν επειγόντως τον Άγιο Ιωάννη να κοινωνήσει έναν άνθρωπο ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο. Ο Άγιος πήρε τα Τίμια Δώρα και κατευθύνθηκε προς τα εκεί, συνοδευόμενος από έναν άλλο κληρικό. Όταν έφτασαν εί­δαν ένα νεαρό άνδρα, περίπου στην ηλικία των 20 χρόνων, να παίζει φυσαρμόνικα. Είχε ήδη αναρρώσει και επρόκειτο να βγει από το νοσοκομείο σύντομα. Ο Άγιος τον κάλεσε λέ­γοντας «θέλω να σε κοινωνήσω τώρα αμέσως». Ο νέος άν­δρας τον πλησίασε αμέσως, εξομολογήθηκε και δέχθηκε τη θεία Κοινωνία. Ο κατάπληκτος κληρικός ρώτησε τον Άγιο Ιωάννη γιατί δεν πήγε στον ετοιμοθάνατο, αλλά καθυστέ­ρησε μ' ένα φανερά υγιή νέο άνδρα. Ο Άγιος απάντησε απλά: «αυτός θα πεθάνει απόψε, ενώ ο άλλος πού είναι σο­βαρά άρρωστος θα ζήσει ακόμα πολλά χρόνια». Και έτσι ακριβώς έγινε. Ο Κύριος επέδειξε παρόμοια θαύματα στην Ευρώπη και την Αμερική μέσω του Αγίου Του.

Στο τέλος της δεκαετίας του 1940, καθώς οι κομμουνιστές ανήλθαν στην εξουσία, οι Ρώσοι στην Κίνα εξαναγκάστη­καν και πάλι σε φυγή, κυρίως μέσω των νήσων των Φιλιππίνων. Το 1949 περίπου 5.000 πρόσφυγες από την Κίνα βρίσκο­νταν σε μία κατασκήνωση του Διεθνούς Οργανισμού για τους Πρόσφυγες στο νησί Τουμπάμπαο. Ζούσαν εκεί σε σκη­νές κάτω από τις πιο πρωτόγονες συνθήκες. Όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου μεταφέρθηκαν εκεί, όπως και οι ηλι­κιωμένοι και οι ασθενείς. Ζούσαν κάτω από τη συνεχή απει­λή σφοδρών θυελλών, αφού το νησί βρίσκεται στον δρόμο εποχιακών τυφώνων, πού περνούν απ' αυτό το σημείο του Ειρηνικού Ωκεανού. Κατά τη διάρκεια της εικοσιεπτάμηνης λειτουργίας της ρωσικής κατασκήνωσης, μόνο μία φορά απειλήθηκε το νησί από έναν τυφώνα, πού ωστόσο άλλαξε την πορεία του και πέρασε γύρω από το νησί. Κάθε βράδυ ο Άγιος περπατούσε γύρω από ολόκληρη την κατασκήνωση, ευλογώντας την με το σημείο του σταυρού και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν αναχωρήσει πια για διάφορες χώρες και η κατασκήνωση είχε σχεδόν τελείως εκκενωθεί, ένας σφοδρός τυφώνας σά­ρωσε την κατασκήνωση και την ισοπέδωσε.

Παραπάνω από μία φορά ο Άγιος Ιωάννης χρειάστηκε να παρουσιαστεί ενώπιον αντιπροσώπων της πολιτικής εξουσίας για να μεσολαβήσει υπέρ των αναγκών των Ρώσων προσφύγων. Συνέστησαν στον Άγιο Ιωάννη να υποβάλει ο ίδιος προσωπικά την αίτηση στην Ουάσινγκτον, για να επι­τραπεί να έλθουν στην Αμερική. Ταξίδεψε στην Ουάσιγκτον και, παρ' όλα τα ανθρώπινα εμπόδια, πέτυχε να αλλάξουν οι μεταναστευτικοί νόμοι και η έξοδος του ποιμνίου του πραγ­ματοποιήθηκε.

Το 1951 ανατέθηκε στον Άγιο Ιωάννη η επιστασία της Δυτικοευρωπαϊκής Επισκοπής. Αρχικά διοικούσε την Επι­σκοπή από το Παρίσι και αργότερα από τις Βρυξέλλες. Συνεχώς ταξίδευε σε ολόκληρη την Ευρώπη, τελώντας τη Θεία Λειτουργία στα γαλλικά και ολλανδικά και, όπως πριν, στα ελληνικά, κινεζικά και, αργότερα, στα αγγλικά. Στο Παρίσι γράφτηκε γι' αυτόν το εξής: «Ζει πέρα από το δικό μας επί­πεδο (ύπαρξης). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πώς σε μία από τις καθολικές εκκλησίες ένας ιερέας, απευθυνόμενος στους νέους, είπε: "Ζητάτε αποδείξεις. Λέτε ότι πια δεν υπάρχουν ούτε θαύματα, ούτε Άγιοι. Γιατί χρειάζεστε θεωρητικές αποδείξεις, όταν ένας ζωντανός Άγιος περπατά στους δρόμους του Παρισιού, ο Άγιος Ιωάννης ο Ανυπόδητος!"».

Όσο ήταν στην Ευρώπη, ο Άγιος Ιωάννης συνέλεξε πληροφορίες για έναν αριθμό αρχαίων Αγίων πού τους τι­μούσαν στη Δύση, λησμονημένους όμως στην Ανατολή. Με σύσταση του, η τιμή της μνήμης τους αποκαταστάθηκε και τα ονόματα τους συγκαταλέγησαν στο Ημερολόγιο της Εκκλησίας.

Η πνευματικότητα του Αγίου Ιωάννη, η γλωσσομάθεια του και, πάνω απ' όλα, το παράδειγμα του προσέλκυσαν πολλούς Γάλλους, Ολλανδούς και άλλους Ευρωπαίους στην Ορθοδοξία. Τέτοια ήταν η ιεραποστολική σημασία της πα­ραμονής του στην Ευρώπη.

Το φθινόπωρο του 1962 ο Άγιος Ιωάννης έφτασε στην τελευταία του επισκοπική έδρα - και πάλι, όπως ακριβώς πριν από πολλά χρόνια στην πρώτη του Επισκοπή, στην εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στην αρχή ήρθε να βοηθήσει τον ηλικιωμένο και ασθενή γέροντα Αρ­χιεπίσκοπο Τύχωνα και μετά την κοίμηση του (17/30 Μαρτί­ου 1963) ο Άγιος Ιωάννης έγινε διοικών Αρχιεπίσκοπος της Δυτικής Αμερικής και του Σάν Φρανσίσκο. Ξανά ο Άγιος, όταν έφτασε, βρήκε μία ημιτελή εκκλησία, αφιερω­μένη στη μνήμη της Μητέρας του Θεού και για ακόμη μία φορά, όπως στην Κίνα, την Εκκλησία να σπαράσσεται από διχόνοια.

Πρώτη προτεραιότητα του Αγίου Ιωάννη ήταν να συνε­χίσει και να ολοκληρώσει την κατασκευή του νέου Επισκο­πικού Καθεδρικού Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, «Χαρά Πάντων των Θλιβομένων», πού είχε εντελώς σταματήσει λό­γω έλλειψης κεφαλαίων και έντονων φιλονικιών σχετικά με την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, πού παρέλυε την εκκλησιαστική κοινότητα. Ο Κύριος φιλεύσπλαχνα βοήθησε σ' αυτό τον Άγιο Του, πού πολύ υπέφερε απ' αυτήν τη διαμάχη και όμως συνέχιζε με προσευχή και με άοκνη επίβλεψη της κατασκευής να εμπνέει τον καθένα να προσφέρει και να εργάζεται.

Ο Άγιος Ιωάννης υπέφερε πολλά εκείνη την περίοδο, ακόμα και την υποχρέωση να εμφανιστεί σ' ένα αμερικανι­κό πολιτικό δικαστήριο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτα από την πίκρα της συκοφαντίας και των διωγ­μών. Μερικές φορές ο Άγιος Ιωάννης προκαλούσε φθόνο, δυσμενείς κριτικές ή δυσφορία στους ανθρώπους, όταν τους φερόταν αυστηρά, εμμένοντας στους εκκλησιαστικούς κανό­νες. Εκείνη την εποχή κάποιος ρώτησε ποιος ήταν ο υπεύ­θυνος για τη διαίρεση στην Εκκλησία. Ο Άγιος απάντησε απλά: «ο Διάβολος».

Το 1964 η κατασκευή του μεγαλύτερου ναού της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς στην Αμερική, κοσμημένου με πέντε χρυσούς τρούλους, είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί. Η ύψωση των υπέροχων σταυρών, το μεγαλείο των οποίων είναι ορατό όταν πλέει κανείς στον κόλπο του Σάν Φρανσί­σκο, έγινε με επίσημη πομπή (πάνω από ένα μίλι) με πλήθος ανθρώπων να συμμετέχουν. Η λιτανεία παρά λίγο να μαται­ωθεί εξαιτίας της δυνατής βροχόπτωσης, όμως ο Άγιος, χω­ρίς κανένα δισταγμό, ηγήθηκε της πομπής με ύμνους, μέσα στους βρεγμένους δρόμους της πόλης. Μόλις ξεκίνησε η πο­μπή, η βροχή σταμάτησε. Οι σταυροί ευλογήθηκαν μπροστά στον νέο Καθεδρικό Ναό και, όταν ο κύριος σταυρός υψώ­θηκε, ο ήλιος πρόβαλε και ένα περιστέρι βρέθηκε (τυχαία!) πάνω στο ζωηρά λαμπερό σύμβολο του Χρίστου. Ο ορατός θρίαμβος της ανύψωσης Ορθόδοξων σταυρών, πού λά­μπουν στους λόφους της σύγχρονης Βαβυλώνας, όπου ο σατανισμός πρεσβεύεται ανοιχτά, ήταν η κορυφαία νίκη της ζωής του Αγίου στη γη.

Ενώ συνόδευε την προερχόμενη από το Κούρσκ θαυμα­τουργική Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Σηάτλ, ο Άγιος Ιωάννης, αφού τέλεσε Θεία Λειτουργία εκεί, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου, παρέμεινε στην Αγία Τράπεζα για τρεις ώρες. Ήταν η 19η Ίουνίου/2η Ιουλίου 1966. Έπειτα, αφού επισκέφτηκε μερικά από τα πνευματικά του παιδιά, πού κατοικούσαν κοντά στον Καθεδρικό Ναό, με τη θαυματουργή εικόνα, πέρασε σε ένα δωμάτιο στην εκκλη­σιαστική κατοικία, όπου διέμενε.

Ξαφνικά, εκείνοι πού συνόδευαν τον αρχιερέα άκουσαν τον θόρυβο κάποιου πού πέφτει στο πάτωμα. Όταν, τρέχο­ντας, ανέβηκαν τις σκάλες, τον βρήκαν ξαπλωμένο στο πά­τωμα και ήδη να αναχωρεί από αυτό τον κόσμο. Τον κάθι­σαν σε μία πολυθρόνα μπροστά στη θαυματουργή εικόνα και ο Άγιος ειρηνικά αναπαύτηκε εν Κυρίω. Εκείνη τη στιγμή ο εξαιρετικά δύσκολος αγώνας να στερεί τον εαυτό του από ξεκούραση και ύπνο τελείωσε. Τον ξάπλωσαν σ' ένα κρεβάτι πού υπήρχε στο δωμάτιο -μία ευλογημένη κλίνη-δίνοντάς του ανάπαυση και ύπνο μετά από 40 χρόνια εγκράτειας. «Αναπαύσου, κοιμήσου τώρα εν ειρήνη», αναφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος των Συρακουσών και της Αγίας Τριάδος πού τον αγαπούσε με θέρμη. Στο τέλος της ομιλίας του κατά τη διάρκεια της κηδείας είπε: «Αναπαύσου τώρα εν ειρήνη, ω αγαπητέ μας, αγαπημένε μας Αρχιεπίσκοπε.

Ξεκουράσου από τα ενά­ρετα έργα και τους αγώ­νες σου. Αναπαύσου εν ειρήνη μέχρι την Κοινή Ανάσταση». Η επίσημη κηδεία του Αγίου Ιωάν­νη έγινε στις 24 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1966 στον Καθεδρικό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, «Χαρά Πάντων των Θλιβομένων», στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο. Η κηδεία άρχισε στις 6 μ.μ και τελείωσε μετά την 1 π.μ., από το πλήθος των ανθρώπων πού ήρθαν να αποχαιρετήσουν τον αρ­χιερέα τους πού αναπαύ­τηκε. Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος προέστη στην κηδεία σε συγχοροστασία με τους Αρχιεπισκόπους Λεόντιο και Αβέρκιο, τους Επισκόπους Σάββα και Νεκτάριο και πλήθος κληρικών.

Η ατμόσφαιρα της κηδείας ήταν έντονα πένθιμη και εξυψωτικά κατανυκτική. Κανείς απ' όσους παρευρέθηκαν δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Παρ' όλη τη βαθιά λύπη των αναρίθμη­των θαυμαστών του Αγίου Ιωάννη, κυριάρχησε ένα είδος ξεχωριστής χαράς, πού περιέβαλε όλους τους πιστούς.

Το σώμα του Αγίου Ιωάννη παρέμεινε σ' ένα ανοιχτό φέρετρο στον Καθεδρικό Ναό για πέντε ήμερες και, παρ' όλο τον ζε­στό καλοκαιρινό καιρό, ήταν άθι­κτο, ακόμη και από την παραμικρότερη υποψία φθοράς ή ακαμψίας. Τα χέρια του ήταν μαλακά και ευλύγιστα. Και όλα αυτά, πα­ρά το γεγονός ότι καμία απολύ­τως παρέμβαση δεν έγινε στο σώμα του στον νεκροθάλαμο. Αυθόρμητα έρχονται στον νου τα λόγια του Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσανίνοφ στο έργο του Σκέψεις γύρω από τον θάνατο: «Έχετε δει ποτέ το σώμα ενός δικαίου, πού έχει εγκαταλει­φθεί από την ψυχή; Δεν υπάρχει καμία οσμή φθοράς. Δεν είναι τρομακτικό να είσαι κοντά του. Κατά τη διάρκεια της ταφής του, η θλίψη είναι ανάμικτη μ' ένα είδος απροσδιόρι­στης χαράς». Όλα αυτά, σύμφωνα με τα λόγια του αξιομνη­μόνευτου Επισκόπου Ιγνατίου, είναι ένα ασφαλές σημάδι ότι «αυτός πού αναπαύτηκε βρήκε έλεος και χάρη από τον Κύριο».

Μετά την ευλογημένη κοίμηση του, όπως ακριβώς κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Άγιος Ιωάννης συνεχίζει να επιτελεί πολλά και διάφορα θαύματα και θεραπείες για εκεί­νους πού στρέφονται σ' αυτόν με πίστη. Άνθρωποι, κατά τη διάρκεια δύσκολων στιγμών στη ζωή τους, όταν καμία επί­γεια δύναμη δεν μπορεί να βοηθήσει, έχουν εκλιπαρήσει τη μεσιτεία του ενώπιον του Κυρίου. Γράμματα, καθώς και κατάλογοι δεήσεων, έχουν τοποθετηθεί κάτω από τη μίτρα πά­νω στον τάφο του Άγιου και πολλοί έχουν λάβει τη βοήθεια στην οποία είχαν ελπίσει.

Το φθινόπωρο του 1993 ή Σύνοδος των Επισκόπων ανέ­θεσε στον Αρχιεπίσκοπο Δυτικής Αμερικής και Σαν Φρανσίσκο, από κοινού με μία επιτροπή αποτελούμενη από δύο άλλους αρχιερείς, να εξετάσει τα λείψανα του Άγιου Ιωάν­νη. Το απόγευμα της 28ης Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1993, μετά από μία παννυχίδα πού τελέστηκε στον τάφο από μέλη της Επιτροπής, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος μίλησε σύντο­μα, καλώντας όλους τους συμμετέχοντες σ' αυτό το ιερό έργο να συμφιλιωθούν και ζητώντας ο ίδιος συγχώρεση απ' ό­λους, ευλόγησε τους παρόντες να ανοίξουν τον τάφο. Αφού αφαίρεσαν το καπάκι της σαρκοφάγου, οι συμμετέχοντες ανέσυραν το μεταλλικό φέρετρο του Άγιου και παρατήρη­σαν πώς σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει εντελώς από τη σκουριά. Με φόβο του Θεού και με προσευχή άνοιξαν το φέρετρο. Το πρόσωπο του Αγίου ήταν καλυμμένο και όλοι αμέ­σως έστρεψαν την προσοχή τους στα λευκά, άφθαρτα χέρια του. Αφού προσευχήθηκαν, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος απομάκρυνε τον «αέρα» από την κεφαλή του Αρχιεπισκό­που και αποκάλυψε το άφθαρτο πρόσωπο του δοξασμένου από τον Θεό Άγιου. Εκείνη τη στιγμή ένα είδος υπερφυ­σικής πνευματικής ειρήνης, μία ασυνήθιστα ευλαβική σιγή έγινε αισθητή. Κανείς δεν εξεπλάγη, κανείς δεν μιλούσε. Όλα τα προβλήματα έμοιαζαν να εξαφανίζονται. Τέτοια ήταν η γεμάτη χάρη εμπειρία του να στέκεται κανείς δίπλα στα λείψανα του Άγιου.

Στην επόμενη σύγκληση της Συνόδου των Επισκόπων, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος ανέφερε ότι τα τίμια λείψανα του Αγίου Ιωάννη εξετάστηκαν από τη Συνοδική Επιτροπή, την οποία αποτελούσαν ο ίδιος, ο Αρχιεπίσκοπος Λαύρος των Συρακουσών και της Αγίας Τριάδος, ο Επίσκοπος Κύ­ριλλος του Σηάτλ και άλλα δώδεκα ακόμη πρόσωπα, επιλεγ­μένα από τον συνοδικό Επίσκοπο. Αφού άκουσε την ανα­φορά του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου και την έκθεση της Επιτροπής για την εξέταση των λειψάνων του Άγιου Ιωάννη, η Σύνοδος των Επισκόπων ευλόγησε τη συνέχιση των προσπαθειών προετοιμασίας της αγιοποίησης του Άγιου Ιωάννη, πού προγραμματίστηκε για την 19η Ιουνίου/2 Ιουλίου, ημέρα της ευλογημένης κοίμησης του.

Σ' αυτές τις τρομακτικές ημέρες της γενικής αποστασίας από τον Θεό, ο Κύριος δεν είχε εγκαταλείψει τον λαό Του και του είχε στείλει ένα μεγάλο μεσίτη. Ενώπιον του θρόνου του Θεού είναι ένας θαρραλέος υπερασπιστής της Εκκλη­σίας του Χριστού. Ένας αγωνιστής και ασκητής σύμφωνα με την παράδοση των στυλιτών, πού ανέλαβαν μόνοι τους την πιο αυστηρή μορφή της αυτονέκρωσης· όσοι βίωσαν τη «σαλότητα για χάρη του Χριστού», η οποία υπερβαίνει τη σοφία του κόσμου τούτου. Ένας καλός και στοργικός ποιμέ­νας πού θυσίασε τη ζωή του για το ποίμνιο του. Ένας δά­σκαλος και παιδαγωγός της ορθόδοξης νεολαίας. Ένας θαυματουργός και ανιδιοτελής θεραπευτής. Ένας απόστο­λος και ιεραπόστολος. Ένας βαθύς θεολόγος. Ένας θεατής μυστηρίων και ένας ιεράρχης παγκόσμιας σπουδαιότητας, πού ακλόνητα ακολούθησε εκείνο πού είχε υποσχεθεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων στη μαρτυρία του πού διαβάστηκε κατά τη διάρκεια της εκλογής του στην Επισκοπή: «Τι άλλο μεγαλύτερο όφελος μπορεί να φέρει κανείς στον πλησίον του από το να τον προετοιμάσει για την αιώνια ζωή...».

Με τις προσευχές του Άγιου μας πατέρα Ιωάννη, ας μας διαφυλάττει Κύριος ο Θεός από κάθε κακό, ας ενισχύει την πίστη μας και ας μας βοηθά να πορευόμαστε την αληθινή οδό προς τη σωτηρία. Στον Θεό μας, πού είναι θαυμαστός ανάμεσα στους Άγιους Του αξίζει κάθε δόξα, τιμή και προ­σκύνηση, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Σάββατο 16 Μαΐου 2009

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ (1896-1966)

Ἕνα σύγχρονο ἀλλὰ ἄγνωστο Ρῶσο ἅγιο θὰ παρουσιάσουμε σήμερα. Ἕνα ἅγιο, ποὺ τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τὸν ἀνάγκασαν νὰ ζήσει καὶ νὰ δράσει σὲ πολλὲς χῶρες τοῦ πλανήτη μας, καὶ μὲ τὴν ποιμαντική του δράση ὅπως καὶ μὲ τὴν ἀσυνήθιστη ἀλλὰ καὶ ἰδιόρρυθμη ἁγία τοῦ ζωή, νὰ κηρύξει τὴν Ὀρθοδοξία.

Γεννήθηκε στὶς 4 Ἰουνίου τοῦ 1896 στὸ χωριὸ Ἀντάμοβκα, τῆς ἐπαρχίας Χαρκὼβ τῆς Οὐκρανίας, σχετικὰ κοντὰ μὲ τὸ Κίεβο. Ἡ οἰκογένεια τοῦ ἦταν ἀριστοκρατική. Ὁ πατέρας τοῦ Μπόρις ὑπῆρξε στρατάρχης, ὁ θεῖος τοῦ πρύτανις τοῦ πανεπιστημίου τοῦ Κιέβου, καὶ ἕνας ἄλλος συγγενής τους ἦταν ὁ ἅγιος Ἰωάννης, μητροπολίτης τοῦ Τομπόλκ. Ὅταν βαπτίσθηκε πῆρε τὸ ὄνομα Μιχαήλ. Μικρὸς ἦταν φιλάσθενος καὶ ἔτρωγε λίγο. Τὴν δευτεροβάθμια ἐκπαίδευσή του τὴν πῆρε στὴ στρατιωτικὴ ἀκαδημία τῆς Πολτάβας (1907-1914) καὶ μετὰ σπούδασε στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Χαρκὼβ νομικὴ καὶ ἔπειτα διορίστηκε στὸ περιφερειακὸ δικαστήριο τοῦ Χαρκώβ. Ὅταν σπούδαζε στὸ Χαρκώβ, πρότυπό του καὶ ἴνδαλμά του ἦταν ὁ ἀρχιεπίσκοπος Μελέτιος Λεόντοβιτς, ὁ ὁποῖος διακρινόταν γιὰ τὴν ἀσκητικότητά του καὶ μάλιστα γιὰ τὸ κατόρθωμά του νὰ μὴ κοιμᾶται τὴ νύχτα καὶ νὰ περνᾷ ὦρες ὁλόκληρες ἀκίνητος μὲ τὰ χέρια ὄρθια καὶ προσευχόμενος. Κοιμήθηκε τὸ 1841 γνωρίζοντας ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἡμέρα καὶ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου του καὶ τὰ λείψανά του φυλασσόταν κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς ἁγίας Σκέπης.

Τὸ 1921, λόγω τοῦ ἐμφυλίου πολέμου ποὺ ἐπικράτησε στὴ Ρωσία μετὰ τὴν ἐπανάσταση τῶν Μπολσεβίκων, ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀναγκάσθηκε νὰ μεταναστεύσει στὸ Βελιγράδι. Ἐκεῖ ὁ Μιχαήλ, πουλώντας ἐφημερίδες γιὰ νὰ συντηρηθεῖ, σπούδασε θεολογία παίρνοντας τὸ πτυχίο τοῦ τὸ 1925. Τὸ 1924 χειροθετήθηκε ἀναγνώστης, τὸ 1926 ἐκάρη μοναχὸς καὶ πῆρε τὸ ὄνομα Ἰωάννης, γιὰ νὰ τιμήσει τὸ συγγενῆ τοῦ τὸν ἅγιο Ἰωάννη μητροπολίτη τοῦ Τομπόλκ, καὶ στὶς 21 Νοεμβρίου ἑορτὴ τῶν Εἰσοδίων τῆς Παναγίας μας χειροτονήθηκε ἱερεύς. Διετέλεσε καθηγητὴς τῶν θρησκευτικῶν στὸ Σερβικὸ κρατικὸ Λύκειο (1925-1927) καὶ καθηγητὴς στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὸ Μοναστῆρι (1929-1934). Ἐκεῖ τελοῦσε λειτουργίες στὰ ἑλληνικὰ γιὰ τοὺς Ἕλληνες τῆς περιοχῆς, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσαν ἰδιαιτέρως. Ἐπίσκοπος Ἀχρίδας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ὁ λόγιος καὶ εὐσεβέστατος ἐπίσκοπος Νικόλαος Βελιμήροβιτς, «ὁ Χρυσόστομος τῶν Σέρβων», ὁ ὁποῖος ἐκτιμοῦσε καὶ ἀγαποῦσε τὸν νεαρὸ ἱερομόναχο. Συχνὰ ἔλεγε· «Ἂν ἐπιθυμεῖτε νὰ γνωρίσετε ἕνα ζωντανὸ ἅγιο, δὲν ἔχετε παρὰ νὰ πᾶτε στὴν Βιτὼλ γιὰ νὰ συναντήσετε τὸν πατέρα Ἰωάννη».

Πράγματι οἱ μαθητὲς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς ἄρχισαν ν’ ἀντιλαμβάνονται ὅτι ὅταν ὅλοι κοιμόνταν ἐκεῖνος ἔμεινε ξύπνιος, περνοῦσε ἀπὸ τὰ δωμάτια τοὺς τὰ βράδια, τοὺς σκέπαζε, τοὺς σταύρωνε καὶ ἔφευγε. Τελικὰ οἱ μαθητὲς διαπίστωσαν ὅτι δὲν κοιμόταν σχεδὸν καθόλου στὸ κρεβάτι καὶ τὶς λίγες ὧρες ποὺ ξεκουραζόταν, σχεδὸν μία ἢ δυὸ ὧρες τὸ βράδι, κοιμόταν σὲ καθιστὴ στάση ἢ γονατιστὸς στὸ πάτωμα μπροστὰ στὰ εἰκονίσματα. Τὸ παράδειγμα τοῦ Μελετίου Λεόντοβιτς ποὺ ἦταν τὸ ἴνδαλμά του, ὅπως προαναφέραμε, πῆρε σάρκα καὶ ὀστὰ καὶ στὴ δική του ζωή. Ὅπως ὁμολόγησε ἀργότερα ὁ ἴδιος αὐτὸ συνέβαινε ἀπὸ τότε ποὺ ἐκάρη μοναχός. Εἶναι κάτι ποὺ ἀναφέρει ὁ ἅγιος Παχώμιος (4ος αἰῶνας) στοὺς μοναχικούς του κανονισμούς, ὅτι οἱ μοναχοὶ δὲν πρέπει νὰ κοιμοῦνται ξαπλωτοὶ ἀλλὰ καθιστοί.

Ὁ Ἰωάννης λειτουργοῦσε κάθε μέρα καὶ ἔτρωγε μία φορᾷ στὶς 11 τὸ βράδι. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πρώτης καὶ τῆς τελευταίας βδομάδας τῆς Σαρακοστῆς δὲν ἔτρωγε τίποτα ἀπολύτως καὶ τὴν ὑπόλοιπη νηστεία, ὅπως καὶ στὴ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, ἔτρωγε μόνο πρόσφορο. Τὸ ἴδιο αὐστηρὰ νήστευε κάθε ἑβδομάδα, Παρασκευὴ καὶ Σάββατο, πρὶν τὴ λειτουργία τῆς Κυριακῆς.

Φοροῦσε πέδιλα ἢ παντόφλες χωρὶς κάλτσες, ἀνεξάρτητα ἀπὸ καιρικὲς συνθῆκες καὶ ἐποχές, καὶ πολλὲς φορὲς περπατοῦσε ξυπόλητος καὶ λειτουργοῦσε, ἀκόμη καὶ ὡς ἐπίσκοπος, πρᾶγμα γιὰ τὸ ὁποῖο δέχθηκε ἄγριες ἐπικρίσεις. Ἔμεινε ξυπόλητος, γιατί συνήθιζε νὰ χαρίζει τὰ πέδιλά του σὲ κάποιο φτωχὸ ποὺ δὲν εἶχε ἢ καὶ γιὰ ἄσκηση μιμούμενος τοὺς κατὰ Χριστὸν σαλούς.

Οἱ μαθητὲς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τοῦ Μοναστηρῖου, στὴ περίοδο τῶν διακοπῶν τους, δὲν μιλοῦσαν γιὰ τίποτα ἄλλο στοὺς δικούς τους παρὰ γιὰ τὸν ἰδιόρρυθμο καὶ κατὰ Χριστὸ Σαλὸ ἱερομόναχο πατέρα Ἰωάννη. Ὁ ἐπιφανὴς καὶ λόγιος ἐπίσκοπος Κάλλιστος Γουέαρ, Ἄγγλος προσήλυτος στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅταν ρωτήθηκε κάποτε ποιὲς μορφὲς τὸν ἐντυπωσίασαν στὴν Ὀρθοδοξία, ἀνάμεσα στὰ ἐλάχιστα ἄτομα ποὺ ἀνέφερε ἦταν καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰωάννου Μαξίμοβιτς. Ἀνεπανάληπτη καὶ ἄκρως ἰδιόρρυθμη περίπτωση.

Τὸ 1934 (28 Μαΐου) χειροτονεῖται ἐπίσκοπος Σαγγάης στὴ Κίνα. Προσπάθησε ν’ ἀποφύγει τὴν χειροτονία αὐτή, ἐπικαλούμενος ἕνα φυσικὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε μὲ τὴν ἄρθρωση στὴν ὁμιλία του. Οἱ ἐπίσκοποι ὅμως μείνανε ἀνυποχώρητοι, ἐπικαλούμενοι ὅτι καὶ ὁ Μωυσῆς εἶχε παρόμοιο πρόβλημα καὶ ὅμως ἐξελέγη ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Χαρκὼβ Ἀντώνιος, μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες μορφὲς τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας τὴν ἐποχὴ ἐκείνη (μετέπειτα μητροπολίτης Κιέβου καὶ Γαλικίας, πρῶτος του πατριαρχικοῦ θρόνου τῆς Ρωσίας καὶ πρόεδρος τῆς ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς διασπορᾶς), ὁ ὁποῖος εἶχε ὑπὸ τὴν προστασία καὶ καθοδήγηση τοῦ τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ σπούδαζε στὸ Χαρκώβ, σὲ γράμμα τοῦ πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Δημήτριο τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς ἀρνεῖται τὴν πρόσκληση ν’ ἀποσυρθεῖ στὴν Κίνα καὶ γράφει· «Στὴ δική μου θέση, σὰν τὴν ψυχή μου, σὰν τὴν καρδία μου, σᾶς στέλνω τὸν Βλαντίκα ἐπίσκοπο Ἰωάννη. Αὐτὸς ὁ μικροκαμωμένος εὔθραυστος ἄνθρωπος, ποὺ φαίνεται σὰν παιδί, εἶναι στὴν πραγματικότητα ἕνα θαῦμα τῆς ἀσκητικῆς σταθερότητας καὶ αὐστηρότητας, σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὴ ζωή μας τὴ διακρίνει ἡ ἀπόλυτη πνευματικὴ ἐξασθένηση».

Στὴ Σαγγάη, δημιουργεῖ ὀρφανοτροφεῖο καὶ στέγη γιὰ παιδιὰ φτωχῶν οἰκογενειῶν, ποὺ τὸ ἀφιέρωσε στὸν ἅγιο Τύχωνα τοῦ Ζαντόσκ. Συνολικὰ τὰ παιδιὰ ποὺ φιλοξενηθήκανε στὸ ἵδρυμα ἔφθασαν τὰ 3.500. Ὅταν ἔφθασαν στὴ Σαγγάη οἱ κομμουνιστές, ὁ Ἰωάννης μετέφερε ἀρχικὰ τὰ παιδιὰ στὶς Φιλιππίνες καὶ ἔπειτα στὸ Σὰν Φρανσίσκο τῆς Ἀμερικῆς. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ γιὰ τὸ ὑπόλοιπο ποίμνιό του.

Καὶ σὰν ἐπίσκοπος ὁ Ἰωάννης τελοῦσε ὅλες τὶς ἀκολουθίες καθημερινά. Λειτουργοῦσε ἐπίσης καθημερινὰ ὁπουδήποτε καὶ ἂν βρισκόταν, εἴτε σὲ τραῖνο, εἴτε σὲ πλοῖο, εἴτε σὲ νοσοκομεῖο. Ὅταν ἦταν ἄρρωστος καὶ δὲν μποροῦσε νὰ λειτουργήσει μόνος του, καλοῦσε ἕνα ἱερέα στὸ δωμάτιό του νὰ λειτουργήσει. Ἐπισκεπτόταν ἀσθενεῖς καθημερινῶς. Τοὺς ἐξομολογοῦσε καὶ τοὺς κοινωνοῦσε. Ἂν ἡ κατάσταση τοῦ ἀσθενοῦς ἦταν σοβαρή, ὁ ἅγιος περνοῦσε ὦρες ἀτέλειωτες δίπλα του, προσευχόμενος γονατιστὸς καὶ ἡ προσευχὴ τοῦ αὐτὴ πολλὲς φορὲς ἔφερνε τὸ θαῦμα. Εἶχε χάρισμα νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς διανοητικὰ ἀνάπηρους καὶ τοὺς δαιμονισμένους. Ἦταν ἐπίμονος ὄχι μόνο στὶς προσευχές του, ἀλλὰ καὶ στὰ αἰτήματα τοῦ πρὸς τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες, γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἐνοριτῶν του καὶ γενικὰ τῶν συνανθρώπων του. Παρέμεινε μέρες ὁλόκληρες στὴν Οὐάσιγκτον, στὴν αἴθουσα ἀναμονῆς τοῦ ὑπουργείου ἐξωτερικῶν ὑποθέσεων, μέχρι νὰ πάρει τὴν ἄδεια εἰσόδου χιλιάδων Ρώσων προσφύγων ἀπὸ τὴν Κίνα συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν ἀρρώστων, γεγονὸς ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν τὸ εἶχε κατορθώσει νωρίτερα.

Ἔμεινε ἀλύγιστος καὶ ἄφοβος κατὰ τὴν ἰαπωνικὴ κατοχὴ τῆς Κίνας. Ἀνέλαβε προσωρινὸς πρόεδρος τῆς ρωσικῆς κοινότητας, γιατί οἱ προηγούμενοι δυὸ πρόεδροι ποὺ δὲν ὑπέκυψαν στὶς ἰαπωνικὲς πιέσεις δολοφονήθηκαν. Μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἀσκήθηκε πίεση στοὺς Ρώσους κληρικοὺς τοῦ ἐξωτερικοῦ νὰ δεχθοῦν ὡς πατριάρχη τὸ νέο πατριάρχη τῆς σοβιετικῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τοὺς ἕξι ἱεράρχες τῆς Ἄπω Ἀνατολῆς, μόνον ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης δὲν ἀκολούθησε τὸ νέο πατριάρχη καὶ ἔμεινε πιστὸς στὴ ρωσικὴ Ἐκκλησία τῆς διασπορᾶς. Τὸ 1946 ἀνέβασαν τὸν ἅγιο στὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιεπισκόπου ὅλης της περιφερείας τῆς Κίνας.

Μετὰ τὴν μεταφορὰ τοῦ ποιμνίου του ἀπὸ τὴν Κίνα στὴν Ἀμερική, οἱ Ρώσοι ἐπίσκοποί της διασπορᾶς, τὸ 1951, τὸν στέλνουν στὴν ἐπισκοπὴ Παρισίου καὶ Βρυξελλῶν ποὺ περιλάμβανε ὅλη τὴ Δυτικὴ Εὐρώπη. Ὅπου πήγαινε ὁ Ἰωάννης δὲν ἐνδιαφερόταν μόνο γιὰ τοὺς Ρώσους ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ντόπιους ὀρθοδόξους. Τελοῦσε λειτουργίες στὰ ὀλλανδικὰ καὶ στὰ γαλλικὰ ὅπως παλαιότερα λειτουργοῦσε στὰ ἑλληνικά, στὰ κινεζικὰ καὶ στὰ ἀγγλικά. Θεωρεῖται ὡς ἱδρυτὴς τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης ὀλλανδικῆς Ἐκκλησίας. Ἐνδιαφέρθηκε νὰ γνωρίσουν ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοί τους ἁγίους της Δυτικῆς Εὐρώπης ποὺ εἶχαν ζήσει πρὶν ἀπὸ τὸ σχίσμα (1054) καί, λόγω τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ παπισμοῦ μετέπειτα, μένανε ἄγνωστοι στὴν οἰκουμενικὴ Ὀρθοδοξία.

Τὸ 1962, χιλιάδες Ρώσοι του σὰν Φρανσίσκο ποὺ γνώριζαν τὸν ἅγιο Ἰωάννη ἀπὸ τὴ Σαγγάη ζητοῦν νὰ σταλεῖ ὡς ἀρχιεπίσκοπος στὸ Σὰν Φρανσίσκο, γιὰ νὰ ἐπιλυθοῦν τὰ προβλήματα ποὺ δημιουργηθῆκαν μὲ τὴν παραίτηση -γιὰ λόγους ὑγείας- τοῦ ἀρχιεπισκόπου Τύχωνος. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῶν Ρώσων τῆς διασπορᾶς ἀνταποκρίνεται στὸ αἴτημα τῶν πιστῶν καὶ ὁ Ἰωάννης φθάνει ἐκεῖ στὶς 21 Νοεμβρίου τοῦ 1962, ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου καὶ 28 χρόνια μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴ Σαγγάη ποὺ ἔγινε ἐπίσης ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων. Ἡμέρα τῶν Εἰσοδίων χειροτονήθηκε καὶ ἱερεὺς ὅπως ἤδη προαναφέραμε. Καὶ στὴ Σαγγάη καὶ στὸ Σὰν Φρανσίσκο ὑπῆρχε ἕνας μισοκτισμένος ναὸς ποὺ ἀδυνατοῦσε νὰ ὁλοκληρωθεῖ λόγω διασπάσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινότητας. Καὶ στὶς δυὸ περιπτώσεις, πέτυχε τὴν εἰρήνευση τῶν κοινοτήτων καὶ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ναῶν, συνεχίζοντας τὴν ἴδια ἁγία ζωὴ καὶ ποιμαντικὴ δράση.

Κι ὅμως αὐτὸν τὸν ἅγιο, ἀσκητή, ἀκτήμονα ἐπίσκοπο, κάποιοι τοῦ ἐνοριακοῦ συμβουλίου τὸν κατηγόρησαν ὅτι εἶχε καταχραστεῖ χρήματα τῆς ἐνορίας. Ἔγινε δημόσιο δικαστήριο καὶ ἀποδείχθηκε ἡ ἀλήθεια. Ὁ ἅγιος μὲ σιγουριὰ καὶ πίστη στὸ Θεὸ ἀντιμετώπισε τὶς συκοφαντίες χωρὶς νὰ κρίνει κανένα, ἀτάραχα καὶ μὲ γαλήνη. Καὶ παλαιότερα στὴν Σαγγάη ἐπιχείρησαν δυὸ φορὲς νὰ τὸν δηλητηριάσουν. Μία ρίχνοντας δηλητήριο στὸ φαγητό του καὶ μία ρίχνοντας δηλητήριο στὸν οἶνο τῆς ἁγίας προθέσεως! Τὴν δεύτερη δηλητηρίαση τὴν ἐπιχείρησε…ἱερεύς, ὁ ὁποῖος ἀργότερα στὸ Σὰν Φρανσίσκο ἔγραφε συνεχῶς ἄρθρα ἐναντίον του. Ὅταν ἀργότερα πέθαινε ἀπὸ καρκίνο, ὁ ἅγιος ὄντως Ἰωάννης, πῆγε καὶ τὸν βρῆκε γιὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του καὶ πέτυχε νὰ μετανοήσει.

Κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ τὸ στὸ Σιάτλ (2-7-1966). Γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του. Τάφηκε στὸ καθεδρικὸ ναό του σὰν Φρανσίσκο ποὺ ὁ ἴδιος ὁλοκλήρωσε. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε τὸ 1993 καὶ τὸ σῶμα τοῦ εὑρέθηκε ἄφθαρτο καὶ παραμένει ἔτσι. Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώρισή του ὡς ἁγίου ἀπὸ τὴ σύνοδο τῶν Ρώσων ἐπισκόπων της διασπορᾶς ἔγινε στὶς 2-7-1994 τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Ἔκτοτε πλῆθος κόσμου ἀπ’ ὅλες τὶς χῶρες τῆς γῆς ἐπισκέπτεται τὸ λείψανό του, τὸ προσκυνᾷ καὶ ζητᾷ τὴ μεσιτεία του καὶ τὴν εὐλογία του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς θὰ κηρύττει συνεχῶς στὶς μέρες μας, μὲ τὴν περίπτωσή του, ὅτι ἡ ἁγιότητα καὶ γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ 21ου αἰῶνα δὲν εἶναι ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο. Ἀκόμη καὶ σήμερα καὶ μάλιστα σὲ χῶρες κοσμικές, δελεαστικές, ποὺ εἶναι παραδομένες στὴ ὕλη, στὸ χρῆμα, στὴ ξέφρενη ἡδονή, στὴν ἀλόγιστη κατανάλωση, ποὺ μὲ τὰ τεχνολογικά τους ἐπιτεύγματα ἔχουν δημιουργήσει ἐπίγειους ὑλικοὺς παραδείσους καὶ ἔχουν λησμονήσει ἐντελῶς τὸν ἀληθινό, παρουσιάζονται ἄνθρωποι ποὺ ζοῦν ὅπως οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ καὶ ἀσκητὲς καὶ εἶναι κατάφορτοι ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ἃς παραδειγματισθοῦμε ἀπ’ αὐτοὺς καὶ ἂς τοὺς μιμηθοῦμε.

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κυριακή 10 Μαΐου 2009

"Ο Άνθρωπος του Θεού – Άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς"

Πρόλογος του βιβλίου


Εκδόσεις «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ» Αθήνα 2008


Οι άνθρωποι του Θεού -κάθε εποχής- καθορίζουν τον κανόνα της Πίστεως και της ζωής, τόσο για τους συγχρόνους τους όσο και για τις επόμενες γενιές. Είναι μορφές καθοδηγητικές για όλους εμάς πού, ως ταξιδιώτες του κόσμου τού­του, πρέπει να αντιπαλεύουμε με τους πειρασμούς του βίου, για να οδηγηθούμε και να αγκυροβολήσουμε στο λιμάνι της σωτηρίας. Ως εκ τούτου είναι επιβεβλημένο να αναζητούμε με ζήλο τους Αγίους της δικής μας εποχής, γιατί αυτοί μας δείχνουν πώς πρέπει να ζούμε και να πορευόμαστε «εν τη γε­νεά ταύτη τη μοιχαλίδί και αμαρτωλώ» (Κατά Μάρκον 8:38) προκειμένου να αποκτήσουμε τη γνώση και την εμπειρία της Αλήθειας (βλ.: Προς Τιμόθεον Α' 2:4).


Μεταξύ των Άγιων της Εκκλησίας -όχι μόνο της εποχής μας αλλά και της δισχιλιετούς ιστορίας της Εκκλησίας του Χριστού- λίγες μορφές υπήρξαν τόσο μοναδικές και ακτινοβόλες όπως ο Άγιος και Θαυματουργός Ιωάννης της Σανγκάης και του Σαν Φρανσίσκο. Στον Άγιο Ιωάννη συνα­ντώνται πολλές και ποικίλες δωρεές της θείας Χάριτος -πραγματική συρροή αρετών και χαρισμάτων! Στο πρόσωπο του βλέπουμε ζώσα τη μαρτυρία Χριστού, αντιλαμβανόμα­στε εναργώς την ακρίβεια στην πίστη και την πράξη, την εναρμόνιση λόγου και έργου. Η ευλάβεια προς αυτόν έχει απλωθεί παντού. Είναι σαν ένας από τους Αποστόλους, αλλά στο σήμερα. Από εκείνον έχουμε να μάθουμε και να αποκομίσουμε πολλά.


Πρώτα άπ' όλα, στον Άγιο Ιωάννη συναντάμε συγχρό­νως ένα σπάνιο ασκητή και έναν έξοχο ιεράρχη, έναν πολυμαθή θεολόγο και ένα δια Χριστόν σάλο, έναν οξυδερκή ποιμένα και έναν ομολογητή της πίστεως, έναν ταπεινόφρονα λειτουργό και ένα μοναδικό θαυματουργό. Στον Άγιο Ιωάννη ο Κύριος συγκέντρωσε τα διασκορπισμένα και ένω­σε τα ανόμοια. Σ' αυτόν όλα τα φαινομενικά αντίθετα συναντώνται και μεταπλάθονται σ' ένα αρμονικό όλο. Είναι μο­νίμως στην ξενιτιά και ταυτόχρονα πάντοτε ένας υπερασπι­στής της πατρίδας του, ένας πατριώτης· ένας φύλακας της παράδοσης και ένας πρωτοπόρος σε νέους ορίζοντες· ένας αυστηρός ασκητής και ένας ευσπλαχνικός ποιμένας· ένας ιεραπόστολος στη Δύση και ένας σφοδρός πολέμιος της αίρεσης. Ο κατάλογος είναι ατελείωτος. Με μία λέξη, στον Άγιο Ιωάννη συναντάμε έναν «οικουμενικό, παγκόσμιο άνθρωπο».


Στον Άγιο Ιωάννη η σοφία του Θεού, «η υπερέχουσα πάντα νουν» (Προς Φιλιππησίους 4:7), είναι εγγενής. Τα λό­για του Αποστόλου Παύλου σχετικά με το Ευαγγέλιο είναι σαν να καθρεφτίζονται πάνω του: «ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ίουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστού Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Προς Κορινθίους Α' 1:23-24). Τι δύναμη υπήρχε σ' αυτόν τον μικροκαμωμένο άνδρα με το τραύλισμα στην ομιλία! Τι σοφία απέρρεε άπ' αυτόν τον δια Χριστόν σάλο! Στο πρόσωπο του και στον τρό­πο ζωής του αβίαστα ανατράπηκε η λογική του κόσμου τού­του. Αληθινά μαρτυρούσε το Ευαγγέλιο του Χρίστου με αγνότητα και γνησιότητα - χωρίς επιδείξεις και υπερβολές, χωρίς να χρησιμοποιεί τα μέσα και τις μεθόδους του κόσμου. Υπήρξε ένας άνθρωπος «ουκ εκ του κόσμου τούτου» (Κατά Ιωάννην 18:36). Πόσο αναγκαίο είναι το παράδειγμα του Αγίου Ιωάννη σήμερα, ιδιαιτέρως για εκείνους από μας πού ανήκουμε στην τάξη του κλήρου!


Στην ψυχή αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ανδρός της προσευχής υπήρχε τέτοια μεγάλη αγάπη για τον Χριστό ώστε, όπως όλοι οι Άγιοι, δεν άντεχε να Τον προδώσει ούτε ακόμα και με μία λέξη. Αυτή η αγάπη αποτέλεσε την πηγή του ηρωικού του ασκητισμού και της ακρίβειας στην πίστη. Λόγω της μεγάλης του αγάπης για τον Θεό και τον άνθρωπο έδωσε τη μαρτυρία της Αλήθειας με τέτοιο ζήλο, πού μοιά­ζει σε μας με «αυστηρότητα». Έχει πολλά να διδάξει εμάς τους σύγχρονους Χριστιανούς πού βαρυνόμαστε τόσο από την αγάπη του κόσμου τούτου. Μπορούμε να μάθουμε από τον Άγιο Ιωάννη πώς να αγαπάμε αληθινά, ώστε να παύ­σουμε να επικαλούμαστε την «αγάπη» προκειμένου να δι­καιώνουμε τον εγωισμό μας.


Ο Άγιος Ιωάννης είναι ένα δώρο του Θεού σ' όλους τους ανθρώπους - ένας «οικουμενικός, παγκόσμιος άνθρω­πος», στον όποιο αποδίδεται τιμή παγκοσμίως. Στη διάρ­κεια της επίγειας ζωής του ή πρόνοια του Θεού τον οδήγησε από τη Ρωσία στη Σερβία, στην Κίνα, στη Δυτική Ευρώπη και τελικά στην Αμερική. Σ' όλα αυτά τα μέρη το πρώτο μέ­λημα του ήταν να τιμήσει τους τοπικούς Αγίους (συχνά εντάσσοντας τη μνήμη τους στο Εκκλησιαστικό Ημερολό­γιο για πρώτη φορά στο διάστημα μιας χιλιετίας). Όπως η αγάπη του για τον Θεό δεν είχε όρια, έτσι και η αγάπη του για τους Αγίους ήταν απεριόριστη. Ο Άγιος Ιωάννης ακο­λούθησε επακριβώς με τη στάση και τη ζωή του τα λόγια του Αποστόλου Παύλου: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ενι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ενι άρσεν και θήλυ· πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Προς Γαλατάς 3:28). Η αμεροληψία του και η αγάπη του του επιστράφηκαν στο πολλαπλάσιο. Σήμερα, δεν τιμάται μόνο σ' εκείνα τα μέρη όπου έζησε και αγωνίστηκε, αλλά πραγματικά σ' ολόκληρο τον κόσμο. Σήμερα, υπάρχουν πιστοί σε κάθε τόπο οι όποιοι τον ευλαβούνται και τον αγαπούν ως Άγιο.


Η Ελλάδα έχει πλέον γνωρίσει τον Άγιο Ιωάννη. Και εδώ συγκίνηση, χαρά και αγάπη κατακλύζουν τους πιστούς, με τον ίδιο τρόπο πού συνέβαινε όταν ο Άγιος περπατούσε ακόμα στη γη. Όπως ο ίδιος είπε όταν ακόμα βρισκόταν ανάμεσα μας, έστω και αν πεθάνει θα παραμένει ζωντανός. Μπορούμε και πρέπει να τον ικετεύουμε και να επικαλούμα­στε τη θαυματουργική του βοήθεια, όπως ακριβώς έκαναν τόσοι πολλοί πιστοί στη διάρκεια της επίγειας ζωής του, οι όποιοι έλαβαν βοήθεια και θεραπεία και οδηγήθηκαν στη σωτηρία.


Αρμόζει, πιστεύω, να ολοκληρώσω αυτόν τον σύντομο πρόλογο για την ελληνική έκδοση του βιβλίου «Ο Άνθρωπος του Θεού Ιωάννης Μαξίμοβιτς» προσθέτοντας μία ακόμη θαυματουργική μεσολάβηση του Αγίου Ιωάννη, η οποία καταγράφηκε μετά τον θάνατο του. Ενδεχομένως αυτή είναι η πρώτη φορά πού δημοσιοποιείται το θαύμα αυτό. Είθε να αποτελέσει τη δέουσα απόδοση τιμής στον Θαυμα­τουργό και δραστική παρότρυνση σε σας, τους ευσεβείς ανα­γνώστες, να στραφείτε στον Άγιο Ιωάννη και να τον επικα­λείστε στην προσευχή.


Πριν από τρία χρόνια (2004), στην πόλη του Μουλίνο, στην Πολιτεία του Όρεγκον των ΗΠΑ, συνέβη ένα εκπλη­κτικό και θαυμαστό γεγονός. Αφορά μία θεοσεβή γυναίκα ρωσικής καταγωγής, μέλος της Εκκλησίας των Ρώσων Νέ­ων Μαρτύρων, όπου ο πατέρας Σέργιος Σβέσνικοφ διακονεί ως ιερέας. Σ' αυτή την ενορία φυλάσσονται ως θησαυρός τα επιμανίκια του Αγίου Ιωάννη. Η γυναίκα αυτή, η οποία βρισκόταν στην τελευταία εβδομάδα της κύησης (ακριβώς λίγο πριν από την αναμενόμενη μέρα του τοκετού), πήγε για τον τελευταίο γενικό έλεγχο. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου συγκλονίστηκαν όλοι καθώς ο γιατρός διέγνωσε ότι το μωρό ήταν νεκρό στη μήτρα της γυναίκας. Αμέσως της είπε ότι θα έπρεπε να της προκαλέσουν τεχνητές ωδίνες τοκετού και ότι θα αναγκαζόταν να γεννήσει ένα νεκρό βρέφος. Εκείνη χλό­μιασε και λιποθύμησε. Όταν ανέκτησε τις αισθήσεις της, ετοιμάζονταν να της χορηγήσουν ουσίες πού θα της προκαλούσαν συστολές, ωδίνες και τοκετό. Εκείνη απαίτησε να σταματήσουν αμέσως και ζήτησε να φωνάξουν τον ιερέα της, τον πατέρα Σέργιο. Όταν αυτός έμαθε τι συμβαίνει, της είπε να μην κάνει τίποτα και να τον περιμένει. Λίγο αργότε­ρα έφθασε έχοντας τα επιμανίκια του Αγίου Ιωάννη. Κρατώντας τα επιμανίκια σχημάτισε το σημείο του σταυρού στην κοιλιακή χώρα της γυναίκας και, προς μεγάλη έκπληξη όλων, η καρδιά του παιδιού άρχισε να χτυπά ξανά, όπως έδειξε η οθόνη του υπερηχογράφου! Το παιδί γεννήθηκε λί­γο αργότερα ζωντανό και υγιές, και ονομάστηκε Ιωάννης προς τιμήν του Αγίου.


Είθε όλοι μας να έχουμε την ευλογία του Αγίου Ιωάννη, του Θαυματουργού και Φίλου του Χριστού!


Πατέρας Πέτρος Άλμπαν Χήρς,


Πετροκέρασα, Θεσσαλονίκη,


παραμονή της εορτής των


Εισοδίων της Θεοτόκου, 2007.

Σύντομη βιογραφία του Αγίου Ιωάννη Μαξίμοβιτς (1896 - 1966)


Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου το 1896 στο χωριό Αντάμοβκα της επαρχίας Χαρκώβ της Νότιας Ρωσίας. Ήταν απόγονος της αριστοκρατικής οικογένειας Μαξίμοβιτς που ένα μέλος αυτής της οικογένειας ανακηρύχτηκε Άγιος του 1916 και είναι ο ιεράρχης Ιωάννης Μαξίμοβιτς Μητροπολίτης Τομπόλσκ που το λείψανό του παραμένει άφθαρτο μέχρι σήμερα στο Τομπόλσκ. Ο Άγιος αυτός Ιεράρχης Ιωάννης εκοιμήθη στις αρχές του 18ου αιώνος αλλά μεταλαμπάδευσε την χάρη του στον μακρινό του ανηψιό, το Μιχαήλ (γιατί αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Αγίου Ιωάννη και όταν έγινε αργότερα μοναχός πήρε το όνομά του θείου του. Ο πατέρας του, ο Μπόρις ήταν στρατάχης των ευγενών σε μία επαρχία του Χαρκώβ και ο θείος του ήταν πρύτανις Πανεπιστημίου Κιέβου. Η σχέση του με τους γονείς του ήταν πάντα άριστη. Κατά την παιδική του ηλικία ο Μιχαήλ ήταν φιλάσθενος και έτρωγε λίγο. Ήταν ήσυχο παιδί και πολύ ευγενικός και είχε βαθειά θρησκευτικότητα. Όταν έπαιζε, έντυνε τα στρατιωτάκια του μοναχούς, μάζευε εικόνες, θρησκευτικά βιβλία και του άρεσε να διαβάζει βίους Αγίων. Τα βράδια στεκόταν όρθιος για πολλή ώρα προσευχόμενος. Επειδή ήταν ο μεγαλύτερος από τα 5 αδέλφια του ήταν αυτός που γνώριζε τόσο καλά τους βίους των Αγίων και έγινε και ο πρώτος δάσκαλος τους στην πίστη. Ήταν πολύ αυστηρός με τον εαυτό του στην εφαρμογή των εκκλησιαστικών και εθνικών παραδόσεων. Τόσο πολύ εντυπωσίασε την παιδαγωγό του που ήταν Γαλλίδα και καθολική που επηρεάστηκε από την χριστιανική ζωή του μικρού Μιχαήλ και βαπτίστηκε Ορθόδοξος.
Είχαν μια εξοχική κατοικία κοντά σ' ένα Μοναστήρι που το επισκεφτόταν τακτικά ο μικρός Μιχαήλ. Σε ηλικία 11 ετών οι γονείς του Μπόρις και Γλαφύρα τον έστειλαν στην Στρατιωτική σχολή της Πολτάβα που συνέχισε να ζει με ριζωμένη βαθειά την πίστη του γιατί όταν τα παιδιά λείπουν για αρκετό καιρό από το σπίτι τους επηρεάζονται εύκολα οι νέες τους ψυχές. Αυτός όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του. Εκεί συνάντησε και τον Επίσκοπο της Πολτάβα τον Θεοφάνη που ήταν ένας πολύ αγαπητός Ιεράρχης που επηρέασε τον Μιχαήλ. Σε μια στρατιωτική παρέλαση ενώ περνούσαν από τον Καθεδρικό Ναό ο μικρός Μιχαήλ (ήταν τότε 13 ετών) έκανε τον σταυρό του, οι συμμαθητές του γελούσαν και τον κορόιδευαν, τιμωρήθηκε από τις αρχές για την πράξη του αυτή, όμως ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος που ήταν προστάτης της Σχολής είπε να μην τιμωρηθεί ο δόκιμος Μιχαήλ γιατί με την πράξη του αυτή δηλώνει βαθειά και υγιή θρησκευτικά αισθήματα. Το 1914 τελείωσε την Στρατιωτική σχολή και ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές του στην Θεολογική Σχολή του Κιέβου αλλά οι γονείς του επέμεναν να πάει στην Νομική σχολή και ο Μιχαήλ κάνει υπακοή στους γονείς του. Και όπως παρατηρούσαν οι συμμαθητές του αυτός περισσότερο διάβαζε τους βίους των Αγίων από τα μαθήματα του, ωστόσο όμως ήταν καλός μαθητής. Τα χρόνια πέρασαν και τελείωσε τις σπουδές του. Τότε άρχισε ένα αντιχριστιανικό ρεύμα ν' απλώνεται στην Ρωσία, όμως ο Μιχαήλ είχε βαθειά μέσα του την πίστη και ήταν τολμηρός. Το εκκλησιαστικό συμβούλιο του Χάρκων συζητούσε να ξεκρεμάσουν την ασημένια καμπάνα του Ι. Ναού και να την λιώσουν.
Όλοι συμφώνησαν, άλλοι φοβόντουσαν ν' αντιδράσουν και ετοιμάζονταν να το κάνουν αυτό, όμως ο Άγιος διαφώνησε μαζί με λίγους και άρχισαν οι συλλήψεις. Οι γονείς του είπαν να φύγει να κρυφτεί, όμως ο Μιχαήλ τους είπε: «Δεν υπάρχει τόπος που μπορεί κανείς να κρυφτεί από το θέλημα του Θεού και ότι χωρίς το θέλημα του Θεού δεν γίνεται τίποτα, δεν πέφτει ούτε μία τρίχα από το κεφάλι μας». Έτσι φυλακίστηκε και μετά από 1 μήνα τον άφησαν ελεύθερο, ξανά συλλαμβάνεται και αφού διαπίστωσαν ότι δεν τον ενδιέφερε εάν θα ήταν ελεύθερος ή φυλακισμένος, τον έβγαλαν από την φυλακή. Ο Μιχαήλ ζούσε σε άλλο κόσμο και ποθούσε τον Θεό. Το 1921 φεύγει όλη η οικογένεια του (αφού ξέσπασε στη Ρωσία εμφύλιος πόλεμος) και πάνε στην Γιουγκοσλαβία όπου σπούδασε στο Βελιγράδι στην Θεολογική σχολή και για να μπορεί να τα βγάζει πέρα πουλούσε εφημερίδες. Το 1924 χειροτονήθηκε αναγνώστης στην Ρωσική Εκκλησία του Βελιγραδίου από τον Επίσκοπο Αντώνιο και το 1926 χειροτονήθηκε διάκος και εκάρη μοναχός με τ' όνομα Ιωάννης στο Μοναστήρι του Μίλκοβ. Αργότερα μέχρι το 1934 διορίστηκε στην Ιερατική σχολή στην πόλη Βιτώλ της Σερβίας και τελούσε λειτουργίες και στα Ελληνικά για τους Έλληνες της περιοχής που τον αγαπούσαν πολύ. Εκεί στην Ιερατική σχολή φρόντιζε πολύ για τους μαθητές του, πήγαινε στα δωμάτια τους τα βράδια και τους σκέπαζε, τους σταύρωνε και έφευγε. Αυτός δεν κοιμόταν καθόλου σε κρεβάτι και τις λίγες ώρες που ξεκουραζόταν τα βράδια κοιμόταν σε καθιστή στάση ή γονατιστός στο πάτωμα μπροστά στα εικονίσματα.
Όταν έφευγαν οι μαθητές για διακοπές στα σπίτια τους μιλούσαν με θαυμασμό για τον καθηγητή τους τον Βλαντίκα Ιωάννη που πάντα προσευχόταν, που ποτέ δεν είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι, που νήστευε αυστηρά και λειτουργούσε και κοινωνούσε καθημερινά. Το 1934 αποφασίζουν να τον εκλέξουν Επίσκοπο, ο Άγιος αρνείται και τους λέει ότι έχει πρόβλημα στην ομιλία του, αυτοί του λένε ότι και ο Μωυσής είχε πρόβλημα και τον εκλέγουν και τον χειροτονούν Επίσκοπο για την Σαγγάη. Φτάνει στις 21 Νοεμβρίου το 1934 στην Σαγγάη και βρίσκει μια μισοκτισμένη Εκκλησία και με κάποια προβλήματα στους κατοίκους εκεί που προσπάθησε να τους βοηθήσει ώστε να ‘ρθει η ειρήνη, οργάνωσε ορφανοτροφείο και το αφιερώνει στον Άγιο Τύχωνα του Ζαντόσκο που αγαπούσε τα παιδιά. Μάζευε άρρωστα φτωχά και πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και τα στενά της Σαγγάης και ξεκίνησε με 8 παιδιά και στο τέλος έφτασε τα 3.500 παιδιά. Όταν ήρθαν και εκείνοι οι κομουνιστές πήρε τα παιδιά και τα μετέφερε στις Φιλιππίνες και μετά στην Αμερική. Έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ. Κατά την διάρκεια της πρώτης και της τελευταίας εβδομάδας της Μ. Σαρακοστής δεν έτρωγε απολύτως τίποτα και την υπόλοιπη νηστεία όπως και στην νηστεία των Χριστουγέννων έτρωγε μόνο πρόσφορο.
Τις νύχτες προσευχόταν πολύ και όταν αισθανόταν εξάντληση, όπως ήταν γονατιστός, έβαζε το κεφάλι του στο πάτωμα και κοιμόταν λίγο μέχρι να πάει το πρωί στην Θεία Λειτουργία και άρρωστος να ήταν θα λειτουργούσε. Δεν ήταν μόνο ένας μεγάλος ασκητής αλλά ο Θεός του είχε δώσει και το προορατικό χάρισμα και οι προσευχές του έφερναν την θεραπεία. Καθημερινά επισκεπτόταν τους ασθενείς του, τους εξομολογούσε και τους κοινωνούσε. Σε σοβαρά ασθενείς σκεκόταν ώρες δίπλα τους προσευχόμενος και γονατιστός και γινόταν πολλές φορές το θαύμα. Όταν ήρθαν στην Κίνα οι κομμουνιστές έφυγαν οι Ρώσοι για την Αμερική και φεύγει και ο Άγιος το 1951 στην Αμερική μεταφέροντας το ποίμνιο του. Οι Επίσκοποι της Συνόδου αποφασίζουν και τον στέλνουν στην Επισκοπή του Παρισιού και των Βρυξελλών. Έτσι ο Άγιος τελούσε θείες λειτουργίες στα Γαλλικά, στα Ολλανδικά, όπως τελούσε πρώτα στα Ελληνικά, στα Κινέζικα και στα Αγγλικά. Δεν επέτρεπε στις γυναίκες που είχαν κραγιόν να ασπαστούν τις εικόνες και τον Τίμιο Σταυρό. Μια πνευματική του κόρη η Ζηναίδα Ζουλιέμ, που τον υπηρέτησε στην Γαλλία μας αναφέρει μερικά περιστατικά από την προορατικότητα του Αγίου.

Γνώρισα λέει για πρώτη φορά τον Άγιο πηγαίνοντας στο σπίτι του στις Βερσαλλίες, ένα κελλί που ήταν ένα μικρό δωμάτιο με μικρά κουτιά με γράμματα μέσα, ένα τραπέζι, ένα καναπέ και μια σακούλα με ξερά πρόσφορα. Φορούσε πέδιλα ή παντόφλες και πολλές φορές ήταν και ξυπόλητος γιατί τα έδινε στους φτωχούς. Κάλτσες δεν φορούσε, ανεξάρτητα από τις καιρικές συνθήκες. Του ζήτησε να πάει να εργαστεί σε κάποια περιοχή και ήρθε να της δώσει ευλογία, όμως ο Άγιος της είπε να πάει σε κάποια άλλη περιοχή να εργαστεί και όπως πράγματι έτσι και έγινε λες και το πρωτογνώριζε. Τον γνώρισε το 1958 και ο πατέρας της πείθανε τον 1957, πριν πεθάνει της είπε: «απόψε μ' επισκέφθηκε ένας μοναχός κοντός με μαύρα» και αναρωτιόταν, ποιος να ήταν τότε δεν ήξερε τον Άγιο Ιωάννη. Όταν τον γνώρισα λοιπόν λέει η Ζηναίδα, μια μέρα ενώ ήμουνα στο σπίτι του σκεφτόμουν, κρίμα, εάν τον είχα γνωρίσει τότε που ήταν άρρωστος ο πατέρας μου θα προσευχόμουν και θα γινόταν καλά τότε ο Άγιος στράφηκε και της λέει: ξέρεις, επισκέφτηκα τον πατέρα στου όταν ήταν άρρωστος στο νοσοκομείο και άνοιξε τον μικρό του κατάλογο και βρήκε στην σελίδα τ' όνομα του πατέρα μου «Βασίλειος Ζουλιέμ». Πως είναι δυνατόν να γνώριζε τις σκέψεις μου εάν δεν ήταν προορατικός, άρα δεν ήταν θέλημα Θεού να ζήσει ο πατέρας μου.
Πολλές φορές ήθελα να τον ρωτήσω πολλά αλλά ήταν απασχολημένος και το βράδυ που θα ήταν η κατάλληλη στιγμή να τον ρωτήσω εγώ τα είχα ξεχάσει και εκείνος ενώ έτρωγε την σούπα του σιγοψιθύριζε και άκουγα όλα όσα ήθελα να μάθω από τις ερωτήσεις που σκεφτόμουν να του κάνω και ο Άγιος σαν να τις γνώριζε και μου τις απαντούσε. Όταν αργότερα θα έφευγε για το Σαν Φρανσίσκο στεναχωριόμουν πολύ και ενώ μας μιλούσε στην Εκκλησία εγώ έκλαιγα και τότε γυρίζει και μου λέει: «οι άνθρωποι που έχουν τους ίδιους στόχους και αγωνίζονται για την κατάκτηση του ιδίου πράγματος έχουν ενότητα ψυχής και δεν αισθάνονται την απόσταση του χωρισμού, η απόσταση δεν μπορεί να γίνει εμπόδιο στην πνευματική ενότητα των ανθρώπων σε μία ψυχή». Και αμέσως ηρέμησα. Όταν προσευχόταν στην Αγία Τράπεζα το Άκτιστο Φως τον έλουζε και δεν πατούσε στην γη. Πάντοτε ράντιζε με αγιασμό τον Ναό και το γραμματοκιβώτιο που έριχνε τα γράμματα του μόνος του αφού τα σταύρωνε πήγαινε ξυπόλητος στο χιόνι και στην βροχή και τα έριχνε. Όταν έφυγε στην Αμερική άλλαξαν το γραμματοκιβώτιο με άλλο καινούργιο, εγώ στεναχωρέθηκα και όταν αργότερα ήρθε πάλι για λίγο στην Γαλλία ο Άγιος τον είδα να παίρνει τον αγιασμό και να πηγαίνει να ραντίσει το νέο γραμματοκιβώτιο χωρίς εγώ να του έχω πει τίποτα. Μια μέρα περνώντας από τον Ναό άκουσε κλάματα, προχώρησε μέχρι το ιερό κοιτώντας μέσα είδε τον Άγιο να είναι γονατιστός πίσω από την Αγία Τράπεζα και να κλαίει γοερά για τα προβλήματα των άλλων, Δεν άντεχε η ψυχή της να τον ακούει που έκλαιγε και έφυγε αθόρυβα από τον Ναό.

Πριν φύγει για την Αμερική της είχε πει: όταν εσύ Ζηναίδα είσαι άρρωστη ή κάποιος άλλος να με ειδοποιείτε να έρθω και πράγματι μόλις διάβαζαν την Παράκληση θεραπευόταν. Το 1962 στις 21 Νοεμβρίου τον στέλνουν στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπο στην Ρωσική Εκκλησία της διασποράς. Γύρω στο λαιμό του είχε δέσει μια δερμάτινη θήκη με την εικόνα της Παναγίας μέσα, που είχε φέρει από την Ρωσία. Όταν πήγαινε στους ασθενείς διάβαζε τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και γινόταν το θαύμα. Αγαπούσε πολύ τα παιδιά και τα κοιτούσε με το στοργικό του βλέμμα, όλοι δεν ξεχνούσαν το ζεστό του βλέμμα, όταν σε κοίταζε ήξερες ότι εκείνη την στιγμή ήσουν το πιο αγαπημένο πρόσωπο στον κόσμο. Συνήθιζε να περπατά ξυπόλητος ακόμα και στο πιο άγριο τσιμέντο στο πάρκο στις Βερσαλίες, έτρωγε μια φορά την ημέρα στις 11 το βράδυ και μόνο όταν κάποιος φρόντιζε γι' αυτό, αλλιώς το παρέλειπε και αυτό. Τελούσε καθημερινά την Θεία Λειτουργία και το Άγιο Δισκάριο ήταν πάντοτε γεμάτο γιατί μνημόνευε πλήθος ονομάτων από κάθε τσέπη του έβγαζε χαρτάκια με ονόματα και κάθε μέρα προστίθενται και άλλα ονόματα από τα γράμματα που του έστελναν και του ζητούσαν να κάνει προσευχή. Στην Μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων ξαναδιάβαζε πάλι τα ονόματα που εντωμεταξύ του είχαν δώσει και άλλα και αργούσε πολύ. Μετά την θεία Λειτουργία παρέμενε για ώρες στην Εκκλησία. Με περισσή φροντίδα καθάριζε το Άγιο Δισκοπότηρο και το Άγιο Δισκάριο, την Αγία Τράπεζα και την Αγία Πρόθεση. Παράλληλα έτρωγε λίγο πρόσφορο και έπινε άφθονο ζεστό νερό. Τα γράμματα που λάβαινε τα διάβαζε το απόγευμα μετά τη θεία λειτουργία αφού έβαζε ένα πρόσωπο εμπιστοσύνης και τα άνοιγε μην τυχόν και υπάρχει σε κάποιο γράμμα επείγουσα ανάγκη. Πολλές φορές έλεγε το περιεχόμενο των γραμμάτων πριν ακόμα τα διαβάσει, είχε το χάρισμα της προορατικότητας. Πολλές φορές εκεί στην Σαγγάη που ήτα γύριζε έξω τι νύχτες και έδινε ψωμί και χρήματα στους αστέγους και ζητιάνους, ακόμη και σε μεθυσμένους.

Το Σάββατο στις 2 Ιουλίου το 1966 ο Άγιος έφυγε από αυτή την ζωή. Είχε πάει στο Σιάτλ μαζί με την θαυματουργική εικόνα της Παναγίας του Κούρση. Μόλις τελείωσε την Θεία Λειτουργία και αφού πέρασε 3 ώρες προσευχόμενος μέσα στο ιερό πήγε στο δωμάτιο του να ξεκουραστεί, κάθισε στην πολυθρόνα του και στις 4 παρά δέκα το απόγευμα κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο ήρεμα χωρίς πόνο. Ακούστηκες ένας θόρυβος και όταν μπήκαν μέσα τον βρήκαν κάτω πεσμένο από την πολυθρόνα του και όπως λένε προγνώριζε την ημέρα του θανάτου του εκ των προτέρων και ήξερε ότι ο θάνατος του πλησιάζει και είχε προετοιμαστεί όπως οι μεγάλοι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Γι' αυτό και εκείνη την ημέρα του θανάτου του έστειλε ένα γράμμα στέλνοντας για τελευταία φορά την ευλογία του στις μοναχές της Λέσνα στην Γαλλία που τόσο πολύ τον είχαν βοηθήσει και εξυπηρετήσει. Σχεδόν 24 ώρες αργότερα το σώμα του έφθασε στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο που ο ίδιος είχε ολοκληρώσει. Τον προϋπάντησαν οι κληρικοί, έγινε ολονύχτια αγρυπνία που κράτησε 4 ώρες, όλη την νύχτα διάβαζαν το ψαλτήρι και όλοι αγρυπνούσαν για τελευταία φορά μαζί του. Ο κόσμος ερχόταν για να προσκυνήσει και να χαιρετήσει για τελευταία φορά τον Δεσπότη τους.
Όλοι οι Ιεράρχες που τον γνώριζαν μιλούσαν για την ασκητική του ζωή. Μια ζωή όλο αγώνα πνευματικό που δεν είχε ξαπλώσει για 40 χρόνια σε κρεβάτια από τότε που έγινε μοναχός, που κοιμόταν μόνο μία ή δύο ώρες το βράδυ είτε όρθιος, είτε γονατιστός και σκυφτός στο πάτωμα, πολλές φορές κοιμόταν για λίγο απαντούσε κανονικά στο τηλέφωνο, όπως μαρτυρεί κάποιος που έτυχε να' ναι μπροστά του στο δωμάτιο του, ενώ μιλούσε του έπεσε το ακουστικό λίγο πάνω στα γόνατα και κοιμισμένος, όπως ήταν, απαντούσε σαν ν' άκουγε τον συνομιλητή του. Όλοι ένοιωσαν ότι είχαν μείνει ορφανοί γιατί ο Άγιος έδειχνε κατανόηση στον καθένα τους και πολλή αγάπη. Τον κήδεψαν στις 7 Ιουλίου το απόγευμα. Το σώμα του τόσες μέρες δεν είχε κανένα σημάδι αποσύνθεσης και όλοι ακουμπούσαν επάνω του σταυρούς λουλούδια και νήπια για να πάρουν την ευλογία και μερικοί Ιεράρχες τα εγκόλπιά τους.
Ο Ναός ήταν αφιερωμένος στην Παναγία, «στην Χαρά όλων των θλιβομένων». Εδώ υπηρέτησε τον Θεό και τους ανθρώπους και εδώ αναπαύεται ο Άγιος. Μετά το τελευταίο ασπασμό έγινε 3 φορές η λιτάνευση του Ιερού λειψάνου του γύρω από τον Ναό. Το φέρετρο το βάσταζαν ορφανά που ο Άγιος είχε σώσει και μεγαλώσει στην Σαγγάη. Ένας Ιεράρχης παρομοίασε την λιτάνευση του Αγίου με την λιτάνευση του Επιταφίου του Χριστού την Μεγ. Παρασκευή. Ετάφη σ' ένα μικρό υπόγειο παρεκκλήσιο κάτω από το Ιερό. Όλοι έφερναν στην μνήμη τους τον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ που τους είχε υποσχεθεί ότι και μετά την κοίμηση του θ' άκουγε τις προσευχές τους και τις θλίψεις τους όπως συμβαίνει σ' έναν ζωντανό άνθρωπο. Έτσι πήγαιναν τακτικά στον τάφο τους. Το φθινόπωρο του 1993 η Σύνοδος των Επισκόπων της Αμερικής με υπεύθυνο τον Αρχιεπίσκοπο Αντώνιο του Σαν Φρανσίσκο, αφού έγινε μία παννυχίδα στον τάφο του Αγίου, αποφάσισαν να τον ανοίξουν. Μόλις άνοιξαν την λάρνακα, είχε σκουριάσει λίγο το φέρετρο γιατί ήταν μεταλλικό, άνοιξαν με φόβο Θεού και προσευχή το φέρετρο. Το πρόσωπο του Αγίου ήταν σκεπασμένο με τον αέρα (κάποιο πανί) και η ματιά τους έπεσε στ' άφθαρτα χέρια του Αγίου. Ξεσκέπασαν και το πρόσωπο του και αποκαλύφθηκε και το άφθαρτο πρόσωπο του. Μια υπερκόσμια πνευματική γαλήνη, μια ευλαβική σιωπή απλώθηκε παντού. Βίωναν όλοι στιγμές θείας Χάριτος μπροστά στον Άγιο του Θεού. Αποφασίστηκε και την επόμενη χρονιά το 1994 στις 2 Ιουλίου να γίνει η ανακήρυξη του Αγίου επίσημα πλέον. Ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε και μας έστειλε ένα μεγάλο Άγιο να πρεσβεύει για εμάς δίπλα στον Θρόνο του Θεού στα χρόνια αυτά της γενικής αποστασίας μας από τον Θεό.

Ο Καθεδρικός Ναός με τους χρυσούς τρούλους και που είναι αφιερωμένος στην Παναγία, στην χαρά των θλιβομένων, βρίσκεται στη λεωφόρο Γκίρι μεταξύ 26ης και 27ης λεωφόρου και είναι το κτίριο που δεσπόζει στην βορειοδυτική πλευρά του Σαν Φρανσίσκο. Ο Ναός είναι ορατός από πολλά σημεία της πόλης, ή έρχεσαι από τη θάλασσα ή από την γέφυρα Χρυσή πύλη. Το κουβούκλιο του τάφου βρίσκεται δύο πατώματα κάτω από το Ιερό. Κατεβαίνει σ' ένα υπόγειο παρεκκλήσιο με χαμηλό αγιογραφημένο ταβάνι με τον Παντοκράτορα και με αγιογραφίες στους τοίχους και γυαλιστερό μαρμάρινο δάπεδο. Εδώ έρχονται καθημερινά, μετά την κοίμηση του οι πιστοί και προσεύχονται στον τάφο του. Χιλιάδες πιστοί επισκέπτονται τον Άγιο, άλλοι του στέλνουν γράμματα και ζητούν την βοήθεια του και τις προεσβείες του. Ζητούν το νήμα από τα κεριά που ανάβουν στον τάφο του και λίγες σταγόνες λάδι από την καντήλα που καίει εκεί.
Κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου τελείται η Θεία Λειτουργία και καταφθάνουν εκεί στο παρεκκλήσιο του τάφου του πλήθους κόσμου. Στο κέντρο βρίσκεται η λάρνακα που είναι σκεπασμένη με τον μανδύα του Αγίου, γύρω υπάρχουν μανουάλια με κεριά αναμμένα. Στην κεφαλή της λάρνακας βρίσκεται τοποθετημένη η Επισκοπική μίτρα του Αγίου και η ποιμαντορική του ράβδος βρίσκεται στο κάτω μέρος της λάρνακας. Και εκεί βρίσκεται ένα αναλόγιο με το Ψαλτήρι που το διαβάζουν οι πιστοί όταν πηγαίνουν στο Άγιο και μετά του λένε τα προβλήματα τους. Σ' ένα άλλο αναλόγιο δίπλα είναι η εικόνα των Εισοδίων της Παναγίας που την αφιέρωσε μια οικογένεια από την Κίνα στον Άγιο ως ευγνωμοσύνη που τους είχε βοηθήσει και έδωσε ένα ιερό όρκο η κυρία αυτή μαζί με την μητέρα της να δωρίσουν την εικόνα τους αυτή, το κειμήλιο τους στον Άγιο Ιωάννη στον τάφο του. Αυτή η εικόνα είχε έναν ιδιαίτερο νόημα για τον Άγιο, χωρίς αυτοί να το ξέρουν, γιατί στην ζωή μας τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία. Αυτή την γιορτή των Εισοδίων της Παναγίας μας ο Άγιος την αγαπούσε πολύ, η κουρά του έγινε σε Μοναστήρι της Γιουγκοσλαβίας που ήταν αφιερωμένο στην εορτή των Εισοδίων. Επίσης την ημέρα των Εισοδίων πήγε ως Επίσκοπος στην Σαγγάη στον Ναό της Παναγίας μας που ονομαζόταν; «η αμαρτωλών Σωτηρία» και πάλι την ημέρα των Εισοδίων έρχεται στο Σαν Φρανσίσκο ως Επίσκοπος. Όταν παντρεύτηκε η κυρία αυτή πήγε στην Αμερική στον Σαν Φρανσίσκο και απέχτησαν έναν αγόρι των Ιωάννη. Όταν αργότερα κατατάχτηκε στο στρατό και θα τον έστελναν στον πόλεμο στο Βιετνάμ, το αγόρι που ευλαβείτο πολύ τον Άγιο Ιωάννη πήγε στον τάφο του και του άφησε μια φωτογραφία που είχε του Αγίου πάνω στην Επισκοπική του μήτρα, που βρίσκεται πάνω στην Λάρνακα και μετά από λίγες μέρες την πήρε ως ευλογία, την έβαλε στην τσέπη της στολής του στο μέρος της καρδιάς και πήγε στον πόλεμο. Και από ότι έγραφε στην μάνα του ο αξιωματικός γιος της ο Άγιος τον προστάτεψε και καμία σφαίρα δεν τον χτύπησε. Κάποτε το απόσπασμα του αιχμαλωτίστηκε και αυτός γλύτωσε, μία βόμβα έπεσε δίπλα τους, άλλοι τραυματιστήκαν σοβαρά και αυτός έμεινε αβλαβής.
Η καντήλα πάνω από τη Λάρνακα του Αγίου καίει συνεχώς. Έρχονται εδώ όλοι με μια παιδική πίστη να μιλήσουν στον Άγιο, να παραπονεθούν για τις θλίψεις τους και ο Άγιος τους ακούει και τους βοηθάει. Ο Άγιος θέλει να προσευχόμαστε και να μην ξεχνάμε να μνημονεύουμε τους κεκοιμημένους από ένα περιστατικό που φανερώθηκε στον ύπνο κάποιου ανθρώπου και του είπε: «να προσεύχεσαι για τους κεκοιμημένους». Επίσης και σ' ένα διάκο φανερώθηκε και του είπε ότι: «είμαι πολύ ευτυχής που προσεύχεσαι για τους αρρώστους, πάντα να προσεύχεσαι και να επισκέφτεσαι τους αρρώστους». Σε κάποια γυναίκα που τον είδε στον ύπνο της, της είπε: «πείτε στον κόσμο παρόλο που έχω πεθάνει είμαι ακόμα ζωντανός» μία νοσοκόμα διηγείται ότι ένα βράδυ ένας σοβαρά άρρωστος ζητούσε τον Άγιο να πάει εκεί ένοιωθε ότι θα πέθαινε, είχε όμως ξεσπάσει μια καταιγίδα και με τον αέρα που φυσούσε κόπηκε το ρεύμα, δεν λειτουργούσαν και τα τηλέφωνα και η νοσοκόμα του είπε ότι τώρα δεν μπορούμε να τον ειδοποιήσουμε το πρωί θα πάει κάποιος στον Επίσκοπο. Σε μισή ώρα ακούστηκαν κτύποι στην είσοδο του Νοσοκομείου και όταν ρώτησε ο μισοκοιμισμένος φύλακας, ποιος είναι; - Ανοίξτε την πύλη, είμαι ο Επίσκοπος Ιωάννης, με κάλεσαν και με περιμένουν. Άνοιξε ο φύλακας και ο Άγιος διέσχισε γρήγορα τον διάδρομο και ρώτησε την νοσοκόμα: «ποιος είναι ο άρρωστος που με περιμένει, πήγαινε με σε αυτόν». Πως ο Άγιος διάβασε την σκέψη του αρρώστου και πήγε μέσα στην καταιγίδα στο νοσοκομείο δίπλα του; ήταν προορατικός και τα αψηφούσε όλα για τους ασθενείς του. Επειδή ταξίδευε συχνά αεροπορικώς και η σωρός του πάλι αεροπορικώς ήρθε από το Σιάτλ στο Σαν Φρανσίσκο, θεωρείται προστάτης των ταξιδευόντων αεροπορικώς, αλλά επειδή γλύτωσε κάποιος από τροχαίο θεωρείται και προστάτης των ταξιδιωτών.
Μια δασκάλα φωνητικής, η Άννα, είχε βοηθήσει τον Άγιο στην Σαγγάη που ήταν. Του μάθαινε να προφέρει σωστά τα φωνήεντα, γιατί είχε πρόβλημα με το κάτω σιαγόνι του και δεν μπορούσε να προφέρει τις λέξεις. Από την πολλή νηστεία ήταν εξαντλημένος ο οργανισμός του και κρεμόταν πολύ το κάτω σιαγόνι του. Αυτός πάντα της έδινε σε κάθε επίσκεψη 20 δολλάρια. Μόλις άρχιζε την νηστεία, άρχιζε πάλι το ελάττωμα αυτό και τον επισκεφτόταν συχνά. Το 1945 τραυματίστηκε στον πόλεμο σοβαρά και ζητούσε να ‘ρθει στο νοσοκομείο ο Άγιος να την κοινωνήσει. Όμως είχε άσχημο καιρό με ανεμοθύελλα. Ήταν 10 με 11 την νύχτα, οι γιατροί της είπαν δεν μπορεί να γίνει αυτό, επειδή ήταν περίοδος πολέμου και το νοσοκομείο έκλεινε μετά την δύση του ηλίου. Το πρωί θα ειδοποιούσαν τον Επίσκοπο. Εγώ φώναζα: έλα Βλαντίκα, και ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του θαλάμου και μπαίνει μέσα ο Άγιος μουσκεμένος από την βροχή. Τον άγγιξα γιατί νόμισα πως ήταν το πνεύμα του, εκείνος χαμογέλασε, με κοινώνησε και εγώ κοιμήθηκα. Όταν αργότερα ξύπνησα τους είπα ότι ήρθε ο Άγιος και με κοινώνησε, αυτοί όμως δεν με πίστεψαν το νοσοκομείο κλείνει μετά την δύση μου είπαν, οι πόρτες είναι κλειστές. Μία άλλη ασθενής τους είπε ότι πράγματι είχε έρθει ο Άγιος εκεί, αλλά ούτε εκείνη την πίστεψαν. Και ενώ η νοσοκόμα που δεν την πίστευε της έφτιαχνε το προσκέφαλο, βρήκε 20 δολλάρια. Ο Άγιος όταν ήρθε της άφησε και λεφτά γιατί δεν είχε τίποτα εκείνο το διάστημα. Τα χρόνια πέρασαν, όταν έφυγε ο Άγιος για το Σαν Φρανσίσκο, ήρθε και εκείνη εκεί και ήθελε να την ψάλλει και να την κηδέψει ο Άγιος. Και πράγματι το 1968 πέθανε το βράδυ της Μεταμορφώσεως από αέριο από γκάζι του σπιτιού της και μία άλλη κυρία, η Όλγα, είδε στον ύπνο της εκείνο το βράδυ τον Άγιο μέσα στον Ναό να θυμιάζει ένα φέρετρο με την Άννα μέσα και να της ψέλνει τόσο ωραία την νεκρώσιμη ακολουθία. Έτσι ο Άγιος της εκπλήρωσε την επιθυμία της. Το πρωί έμαθε η Όλγα ότι εκείνο το βράδυ πέθανε η Άννα.
Της Ζηναίδας της είχε αναθέσει τα δωρεάν γεύματα για πτωχούς, έπαιρνε λεφτά από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου, ένα ποσό των 20 δολαρίων κάθε μήνα για το σκοπό αυτό. Μια μέρα της έκανε δώρο 10 γαλλικά φράγκα, εγώ λέει η Ζηναίδα, τα ξόδεψα όλα για το σκοπό αυτό και ειδικά αυτόν τον μήνα έκανα πολλά έξοδα και χρώσταγα 70 δολλάρια. Δεν ήξερα τι να κάνω, έκανα προσευχή στον Άγιο (γιατί έλειπε στην Αμερική), του ζητούσα να με βοηθήσει, κάνω αυτό που μου είπες, αλλά τώρα έχω πολλά προβλήματα, βοήθησε με. Και το πρωί ο ταχυδρόμος της έδωσε ένα γράμμα από το ταμείο του Αρχιεπισκόπου. Νόμισε πως θα ήταν τα συνηθισμένα 20 δολλάρια μέσα, όταν όμως το άνοιξε βρήκε 70 δολάρια, ακριβώς όσα χρωστούσε. Πήγε λοιπόν και ξεχρέωσε, έγραψε και ένα ευχαριστήριο γράμμα και τον επόμενο μήνα ήταν πάλι τα καθιερωμένα 20 δολλάρια. Εκείνα τα λεφτά της τα είχε στείλει ο Άγιος. Πριν φύγει της ανέθεσε να φροντίζει ένα ορφανό παιδί, τον Βλαντιμίρ. Αλλά κάτι με τα δωρεάν γεύματα, κάτι με την ηλικιωμένη μητέρα της και τον θείο της έσπασαν τα νεύρα της και άρχισε να παρακαλεί τον Άγιο να τη βοηθήσει να τα βγάλει πέρα. Θα τα παρατήσω, έλεγε, δεν αντέχω άλλο. Και το βράδυ είδε στον ύπνο της τον Άγιο να έρχεται σπίτι της και να πηγαίνει σε αυτήν μόνο και να την ευλογεί. Το πρωί ο ταχυδρόμος της έφερε ένα δέμα, ένα περιοδικό που είχε την μορφή του Αγίου όπως τον είχε δει στον ύπνο της και στο εξώφυλλο ένα σημείωμα: «Στην Ζηναίδα». Αμέσως πήρε χαρά και δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα της αυτό. Άλλη μια φορά την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Μια μέρα ενώ θα έβγαινε έξω, κοιτώντας από το παράθυρο τον κόσμο είχε ανάμεσα σε κάτι αυτοκίνητα κάτι σαν μια μικρή σωλήνα, την κυρίεψε η περιέργεια και άρχισε να ντύνεται για να πάει κάτω να δει να το κλωτσήσει. Τότε κτυπάει η πόρτα, ανοίγει ήταν ο Άγιος. Μπήκε μέσα, κάθισε στην πολυθρόνα 5 λεπτά και έφυγε χωρίς να της πει τίποτα. Τότε ξανακτυπά στο παράθυρο και είδε αστυνομικούς στο δρόμο να παίρνουν με πολλή προσοχή αυτό το παράξενο πράγμα. Κατέβηκε γρήγορα κάτω και έμαθε ότι ήταν βόμβα και θα ήτα νεκρή που σκεφτόταν να το κλωτσήσει εάν δεν την καθυστερούσε ο Άγιος Ιωάννης.
Μια κυρία άρρωστη με πρόβλημα καρδιάς, φορούσε μια κονκάρδα με τον Άγιο Ιωάννη και μια μέρα λιποθύμησε στην Εκκλησία, τότε ο ψάλτης την σταύρωσε με την κονκάρδα, προσευχήθηκε στον Άγιο Ιωάννη να την κάνει καλά και πράγματι αμέσως συνήλθε.
Μια μέρα λέει η Ζηναίδα είχε μαγειρέψει η μητέρα της ένα φαγητό, τα βαρενίκι, που το τρώνε πολύ στην Ρωσία είναι ένα είδος ζυμαρικών με τυρί και θα πήγαινε στον Επίσκοπο Ιωάννη. Τα είδε στο τραπέζι ο θείος της και τα λαχτάρησε, πήγε η Ζηναίδα στον Άγιο μετά το φαγητό μαζί με τα βερανίκι και ο Άγιος έφαγε πολύ λίγο από τα τρόφιμα που του πήγε, τα βερενίκι όμως δεν τα άγγιξε καθόλου, τον πίεζε να φάει η Ζηναίδα, όμως αυτός δεν έφαγε καθόλου λες και προγνώριζε ότι τα είχε λαχταρήσει ο θείος της.
Κάποτε σκεφτόταν να πάει να του ζητήσει ευλογία να πάει σε Μοναστήρι. Το βράδυ τον είδε στον ύπνο της και δεν της έδινε ευλογία και κοιτώντας στον τοίχο της λέει: για χάρη του μείνε, και άνοιξε ο τοίχος και βγήκε ένα μωρό. Εκείνη έκλαιγε και ξύπνησε και σε λίγες μέρες γέννησε η γυναίκα του αδελφού της, αλλά αρρώστησε από φυματίωση και πάνω στον μήνα πέθανε, και ο αδελφός της της έδωσε να μεγαλώσει το μωρό. Γι΄ αυτό τότε της είχε πει ο Άγιος αυτά τα λόγια. Τον νοιώθει τόσο κοντά της τον Άγιο Ιωάννη η Ζηναίδα ακόμη και τώρα που έχει πεθάνει. Κάποτε θα πήγαινε με τον ανηψιό της, τον Φιλίπ, στην Αμερική και ο ανηψιός της τα χάλασε τα λεφτά του, θα ‘χει η θεία μου, έλεγε, και δεν τους έφταναν για τα εισιτήρια. Της είχε στείλει και λίγα χρήματα κάποιος γνωστός της αρχιμανδρίτης εις μνήμη του αγαπημένου Επισκόπου Ιωάννη. Και αποφάσισαν να πάνε, αλλά τα χάλασε ο ανηψιός της τα δικά του και άρχισε να προσεύχεται στον Άγιο να την βοηθήσει. Έλεγε. Εάν νομίζεις πως αυτό το ταξίδι θα ‘ναι για το καλό του Φιλίπ, βοήθησε μας. Και εκείνη την ημέρα πήρε ένα σημείωμα από το ταχυδρομείο 7.700 φράγκων στ' όνομα της, ακριβώς το ποσό που χρειάζονταν για τα εισιτήρια. Πήγε στο ταχυδρομείο και της είπαν ότι μπορεί να πάρει αμέσως σήμερα τα χρήματα και τα πήρε χωρίς να χει μαζί της ούτε καν την ταυτότητά της. Ευχαρίστησα τον Άγιο που πάντα με βοηθάει. Ήθελε να πάρει κόκκινες κρυστάλλινες καντηλόκουπες από την Αμερική (γιατί στην Γαλλία δεν έβρισκε) και όλο το ξεχνούσε εκεί που γύριζε στην Αμερική, και μόλις πήγαν στον τάφο του Αγίου, αμέσως το θυμήθηκε και πήγε μετά και αγόρασε, ο Άγιος την βοήθησε να τις θυμηθεί. Την ευλογία του Αγίου Ιωάννη να έχουμε όλοι μας.

ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΑΓΓΑΗΣ ΚΑΙ ΣΑΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ



Απολυτίκιον.
Ήχος πλ. Α'

Τον συνάναρχον Λόγον.

Ιωάννη Μαξίμοβιτς, αγγελόμορφε, ιεραρχών θεοφόρων και διδασκάλων σοφών εκλαμψάντων άρτι σάπφειρε πολύτιμε, ως Ορθόδοξων ασκητών καλλονήν και ποταμόν αστείρευτον θαυμασίων, σε ανυμνούντες ευχάς σου θερμάς προς Κύριον αιτούμεθα.


Κοντάκιον
Ήχος πλ. δ'. Τη Υπερμάχω

Τον ταπεινόν, απλούν, φιλόθεον, φιλάρετον, σεμνόν, μακρόθυμον, πραυν και ευμπάθητον, ευφημήσωμεν Ορθόδοξον ιεράρχην, Ιωάννην τον Μαξίμοβιτς, μελίσμασιν ως θαυμάτων φρέαρ όντως ακεσώδυνον, πόθω κράζοντες, Χαίροις, χάριτος σκήνωμα.



Μεγαλυνάριον.

Χαίροις, ιεράρχα νεοφανές, μάκαρ Ιωάννη, ταπεινώσεως κορυφή, χαίροις, ο ανύσας ουρανοδρόμον άρτι πορείαν και θαυμάτων κρήνη γενόμενος.



(Από την Ακολουθία του Αγίου ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΑΞΙΜΟΒΙΤΣ, εκδ. Ι. Μονής Αγίου Νεκταρίου Τρίκορφου Φωκίδος 2006).

Πηγή: Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου Τεύχος 23 Μάιος - Αύγουςτος 2008
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη