Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

1)Αγ.Ιωάννης Μαξίμοβιτς:Περι του μη επιτρεπτού να αγγίζουμε τις εικόνες με βαμμένα χείλη, 2)Περί τοῦ τελωνίου τῶν χρωματοπροσώπων, 3)Τά τελώνια

undefined1)ΤΑ ΒΑΜΜΕΝΑ ΧΕΙΛΗ
Από εγκύκλιο σημείωμα του Αγ.Ιωάννη Μαξίμοβιτς προς τον κλήρο της αρχιεπισκοπής του:«Σας αναθέτουμε το να υπενθυμίζετε στα άτομα που εισέρχονται στον ναό με βαμμένα χείλη να μην προσκυνούν τις εικόνες,το σταυρό και οτιδήποτε αγιασμένο για να μην αφήνουν επάνω τους ίχνη από κραγιόν.
Να βάλετε αφίσες στην είσοδο της εκκλησίας και να υπενθυμίζετε στα κηρύγματά σας ότι αυτό είναι ασέβεια.Επίσης να μην πλησιάζουν των αχράντων μυστηρίων χωρίς πρώτα να σκουπίσουν τα χείλη τους απο το κραγιόν»
http://orthodoxigynaika.blogspot.com/2011/01/blog-post_11.html
2)ΤΑ ΒΑΜΜΕΝΑ ΜΑΛΛΙΑ, ΧΕΙΛΗ, ΠΡΟΣΩΠΟ, ΝΥΧΙΑ,ΣΩΜΑ (ΤΑΤΟΥΑΖ Ἤ ΔΕΡΜΑΤΟΣΤΙΞΙΑ) Κ.Λ.Π.
 Θά πρέπει οἱ εὐλαβεῖς χριστιανοί νά μήν ἀλλοιώνουν καθ' οἱονδήποτε τρόπο τό πρόσωπο ἤ τό σῶμα τους.Βαμμένα μαλλιά, βαμμένο πρόσωπο, βαμμένα χείλη, βαμμένα μάτια, βαμμένα νύχια, τατουάζ κ.λ.π. εἶναι πράγματα ἀνεπίτρεπτα γιά κάποιον πού θέλει νά πάει στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 

Εἶναι μία βλασφημία στόν Πανάγαθο Θεό. Εἶναι σάν νά Τοῦ λέμε: «Δέν μᾶς ἔφτιαξες καλά. Θά πρέπει νά Σέ διορθώσουμε...!!!». Ἐπίσης ὅσοι βάφονται καί ἀλλοιώνουν τό πρόσωπό τους κ.λ.π. περιφέρουν ἕνα ψεύτικο ἑαυτό, λένε ψέμματα μέ τήν παρουσία καί τή ζωή τους. Εἶναι ὑποκριτές.
Ἔχουμε ὑποχρέωση νά ὁμοιάσουμε στόν Χριστό καί τήν Παναγία Μας πού οὔτε βάφονταν, οὔτε ἀλλοίωναν καθ' οἱονδήποτε τρόπο τό πρόσωπο τους ἤ τό σῶμα τους. Διαβᾶστε τί ἐμπόδιο στήν ἄνοδο τῆς ψυχῆς τους πρός τόν Θεό θά ἀντιμετωπίσουν ὅσοι ἐπιμένουν νά ἀλλοιώνουν μέ βαφές κ.λ.π. τά χαρακτηριστικά τους.

Ἀπόσπασμα ἀπό τήν: 
ΦΟΒΕΡΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΙΔΕΝ ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΗΤΑΝ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 9ον ΑΙΩΝΑ!
 ...
18ον. Τελώνιον των χρωματοπροσώπων.
Και μιλώντας φθάσαμεν στο τελώνιο το οποίον εξετάζει άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι καλλωπίζουν τα πρόσωπα τους με διάφορα χρώματα, και μυρωδικά και δεν ευχαριστούνται με το κάλλος που τους έδωσεν ο Θεός. Εγώ είχα χρωματισθή δύο φορές στη ζωή μου και οι δαίμονες εξέταζαν να με κρατήσουν οι Άγγελοι όμως επάλευαν με πολύν κόπον φέρνοντας τις καλές μου πράξεις, και κερδίζοντας αναχωρίσαμεν.
http://www.paterikoslogos.com/viewtopic.php?f=4&t=33
 Ἄς διδαχθοῦμε ἀδελφοί μου ἀπό ὅλα αὐτά καί ἄς μετανοήσουμε.
Ἱερομ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com

Ὅλη ἡ ἀποκάλυψη παρατίθεται στή συνέχεια: 

3)Τα τελώνια

ΕικόναΦΟΒΕΡΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΙΔΕΝ ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΗΤΑΝ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 9ον ΑΙΩΝΑ!

Ο Άγιος Βασίλειος ο νέος ήταν πνευματικός Πατέρας του οσίου Γρηγορίου, ο οποίος είχε επίσης πολλά άλλα πνευματικά τέκνα μεταξύ των οποίων ήταν και μια ευλαβέστατη γυναίκα ονομαζόμενη Θεοδώρα η οποία υπηρετούσε τον Άγιο Βασίλειο σε όλη της τη ζωή. Έφθασε δε ο καιρός του θανάτου της και απέθανεν εντός ολίγων ημερών.

Εγώ δε (Ο Γρηγόριος) ευρισκόμενος σε απορία ζητούσα να μάθω και ενοχλούσα τον Άγιο για να μου ειπή εάν εσώθη η Θεοδώρα και που ευρίσκεται. Ο Άγιος Βασίλειος μετά τις πολλές μου ενοχλήσεις, μου είπεν: " Τέκνον μου Γρηγόριε αύτη τη νύχτα πορεύομαι πρός την Θεοδώρα και έλθε και συ μαζί μού για να την ιδής."

Εγώ ασπάσθηκα την δεξιά του χείρα και πορεύθηκα να κοιμηθώ. Και γενόμενος σε έκσταση ευρέθηκα σε ένα ανηφορικό και στενό μέρος, και εκεί βλέπω ωραιότατα παλάτια εξαστράπτοντα και κτυπόντας την πόρτα παρουσιάσθηκαν δύο γυναίκες και μου λέγουν. Αυτά τα παλάτια είναι του πατρός Βασιλείου ο οποίος πριν από λίγο πέρασε από εδώ και πήγε να ιδή την Θεοδώρα η οποία βρίσκεται εδώ.

Ακούωντας δε η Θεοδώρα το όνομα της, έτρεξε στην πόρτα, μ' ενηγκαλίσθη και μου λέγει:
" Ώ! τέκνον μου Γρηγόριε! Πως ήλθες εδώ; Μήπως απέθανες και ήρθες εδώ;
Εγώ της αποκρίθηκα:

" Δεν απέθανα αλλά ευρίσκομαι ακόμη στο σώμα μου στον μάταιο εκείνο κόσμο. Οι ευχές όμως του πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου με έφεραν εδώ να σε δω όπου πολύ επιθυμούσα και τον ενοχλούσα κάθε ημέρα για να μάθω πού ευρίσκεσαι, και εάν εσώθης. Και σε παρακαλώ να μου πεις περί του χωρισμού της ψυχής από το σώμα, πόσους πόνους έχει και πως επέρασες από τα φοβερά τελώνια του αέρος, και τις εξετάσεις των πονηρών δαιμόνων. Διότι κι εγώ μέλλω εντός ολίγου και κάθε άνθρωπος στο τέλος της ζωής του να διέλθωμεν. "
Και απεκρίθη η Θεοδώρα και του λέγει:

" Ώ! τέκνον μου Γρηγόριε πως θα σου διηγηθώ τον φόβο και τον τρόμον εκείνης της ώρας του χωρισμού της ψυχής από του σώματος; Πως θα σου εξηγήσω τους πόνους και τις οδύνες του χωρισμού της ψυχής; Σου παριστάνω τέκνο μου να τεθή άνθρωπος γυμνός επάνω σε κάρβουνα και να διαλύεται έως ότου εξέλθη η ψυχή του. Τόσον δριμείς και ανυπόφοροι είναι οι πόνοι του χωρισμού της ψυχής του αμαρτωλού όπως εγώ• του δε δίκαιου τέκνον μου Γρηγόριε δεν γνωρίζω.

Όταν βρισκόμουν στο κρεβάτι μου και ψυχομαχούσα έβλεπα γύρω μου τα πονηρά πνεύματα των δαιμόνων• άλλους μεν σαν μαύρους σκύλους, και εγαύγιζαν, άλλους δε σαν ταύρους μουγκρίζοντας και λυσσόντας στρέφοντας τα άγρια και άσχημα πρόσωπα τους κατ' απάνω μου και με φοβέριζαν. Εγώ δε έστρεφα τα μάτια μου σε άλλο μέρος για να μην βλέπω την άσχημη μορφή τους και τον θόρυβο που έκαναν• αλλά ήταν αδύνατο, τέκνο μου Γρηγόριε να αποφύγω.

Και ενώ ήμουν σε τόσην στεναχώρια βλέπω ξαφνικά δύο νέους αστραπόμορφους με χρυσά μαλλιά, και στάθηκαν στα δεξιά του κρεβατιού μου, και ο ένας απ' αυτούς άρχισε να φοβερίζη τους φοβερούς εκείνους δαίμονες λέγοντας:
" Φύγετε παμμίαροι και αγριοπρόσωποι διότι δεν έχετε να κερδίσετε τίποτε α' αυτή την ψυχή."
Αυτοί δε έφεραν τις αμαρτίες μου όσας εποίησα από τα νιάτα μου, είτε σε λόγια, είτε σε πράξεις και εφώναζαν όλα τ' αμαρτήματα μου ακόμη και όσα δεν έπραξα• εγώ δε με φόβω και τρόμω επρόσμενα το θάνατο και εξαιφνής ήλθεν ο θάνατος σαν ένας νέος χονδρός και οργισμένος, σαν λιοντάρι, φορτωμένος διάφορα εργαλεία και είπαν σ' αυτόν οι Άγγελοι• λύσαι τις αρθρώσεις του σώματος και μην της δώσης πολλούς πόνους διότι τ' αμαρτήματα της είναι λίγα• τότε άρχισεν από τα πόδια και έλυε τις αρθρώσεις του σώματος μου, και τότε αισθανόμουν οτι νεκρωνόταν το σώμα μου, και τελικά ο τύρρανος εκείνος γέμισε ενα ποτήρι με πικρό περιεχόμενο, μου το πότισε και ευθής εξήλθεν η ψυχή μου από το σώμα μου, τότε την παράλαβαν οι δύο Άγγελοι και εγώ θαύμαζα για τα γινόμενα, διότι δεν ήξερα οτι συμβαίνουν αυτά στον καιρό του θανάτου στον ταλαίπωρο άνθρωπον.

Και οι Άγγελοι εξέταζαν τα καλά έργα που έκαμα στη ζωή μου, αν νήστευσα, αν πήγαινα εκκλησία και αν στεκόμουν με φόβο Θεού, αν τάϊσα τους πεινώντες, αν επισκέφθηκα ασθενείς, αν δεχόμουν ξένους στο σπίτι μου, αν έδωκα το καλό παράδειγμα στους άλλους, αν υπέμεινα βρισιές, αν απέφευγα όρκους, αν δεν βλασφημούσα, αν δεν καλλοπιζόμουν, και πολλά άλλα, τα εζύγισαν αυτά με τις αμαρτίες μου οι δε δαίμονες έτριζαν τα δόντια τους σε μένα και ορμούσαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων, και να με ρίξουν στον άχαρον Άδην.

Ξαφνικά ήλθεν ο πνευματικός μου Πατέρας Βασίλειος και είπε πρός τους Αγγέλους:

" Κύριοι μου επειδή αυτή η ψυχή με υπηρέτησεν στη ζωή μου, παρακάλεσα τον Κύριον να την συγχωρέση και να τη σώση από τα χέρια των δαιμόνων, και οι Άγγελοι πετώντας αμέσως ανεβαίναμεν στον ουρανό ανατολικά, και ανεβαίνοντας συναντήσαμεν:

1ον. Το τελώνιο της καταλαλιάς.

ΕικόναΕδώ υπήρχε μιά σύναξις μαύρων, και μας σταμάτησαν, και λυσσόντας σαν σκύλλοι ζητούσαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων. Και μάρτυς μου ο Κύριος τέκνον μου Γρηγόριε, μου εφανέρωσαν όσους κατέκρινα στη ζωή μου και όχι μόνο τ' αληθινά αλλά με συκοφαντούσαν και έλεγαν πολλά ψέματα εναντίων μου. Οι δε Άγγελοι καταφρονήσαντες αυτούς, και πετώντας τις πτέρυγες τους ανεβαίναμεν στον ουρανό.

2ον. Τελώνιο της ύβρεως.


Και ανεβαίνοντας λίγο συνατήσαμε το τελώνιο της ύβρεως, και εδώ πολυαγωνιζόμενοι οι Άγγελοι, με τις ευχές του Πατρός μας Βασιλείου, αναχωρίσαμεν και συνομιλούντες οι Άγγελοι έλεγαν• αληθινά μεγάλην ωφέλειαν βρήκε αυτή η ψυχή από τον Άγιον Βασίλειον.

3ον. Τελώνιον του φθόνου.

Και ανεβαίνοντας εφθάσαμεν στο τελώνιο του φθόνου, και μη έχοντας τίποτα οι δαίμονες εναντίων μου επεράσαμεν ανενόχλητοι• αν και έτριζαν τα δόντια τους, οι αγριοπρόσωποι εκείνοι μαύροι να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων• και έτσι περάσαμε το τελώνιο τούτο.

4ον. Τελώνιον του ψεύδους.

Και ανεβαίνοντας, σε πολύ ύψος φθάσαμεν στο τελώνιο του ψεύδους όπου εκεί πολύ πλήθος δαιμόνων με άσχημα πρόσωπα έτρεχαν κατ' απάνω μου, κραυγάζοντας και λυσσόντας έφεραν πολλές αποδείξεις, και είχαν γραμμένα πολλές ανόητες λέξεις που έλεγα στην παιδική μου ηλικία μέχρι και τα πρόσωπα που τα έλεγα και ζητούσαν απολογία από τους Αγγέλους. Και οι Άγγελοι πληρώσαντες από τα του Αγίου Βασιλείου αναχωρήσαμεν.

5. Το τελώνιο του θυμού και της οργής
.
Και ανεβαίνοντας εφθάσαμεν στο τελώνιο του θυμού και της οργής, όπου εκεί πλήθος μαύρων λυσσόντας σαν σκύλλοι δάγκωναν ο ένας τον άλλον και κατατρώγονταν αναμεταξύ τους και σαν αγριόχοιροι ορμόντας εναντίων μου, έκαμναν τα σχήματα και τα καμώματα που έκανα όταν θυμονόμουν και όταν εκρατούσα έχθρα και μνησικάκουν με κανένα• και εδώ πληρώνοντας από τα του Αγίου Βασιλείου αναχωρήσαμεν.

6. Τελώνιον υπερηφάνειας.


Και ανεβαίνοντας λίγον οι Άγγελοι εφθάσαμεν στο τελώνιο της υπερηφάνειας και ψάχνοντας πολλά οι δαίμονες δεν βρήκαν τίποτα να με κατηγορήσουν διότι ήμουν φτωχή και περνώντας ανενόχλητοι φθάσαμεν στο τελώνιο της βλασφημίας.

7ον. Τελώνιον της βλασφημίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της βλασφημίας, και αμέσως όταν μας είδαν οι δαίμονες έτρεξαν κατ' απάνω μας τρίζοντας τα δόντια και βλασφημούντες, εγώ έτρεμα από τον φόβο μου και μου έλεγαν οτι βλασφήμησα τρείς φορές στη νεότητα μου• οι δε Άγγελοι έφεραν απόδειξη οτι εξομολογήθηκα και αναχωρήσαμεν αφήνοντας τους δαίμονες άπρακτους.

8ον. Τελώνιον της φλυαρίας και αστειολογίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιον της αστειολογίας και φλυαρίας και ζητούσαν οι δαίμονες να δώσω απολογίαν για τα αισχρόλογα, τις αστειολογίες και άσεμνα τραγούδια που έλεγα στη νεότητα μου και απορούσα πως τα θυμούνταν, ενώ εγώ από την πολυκαιρία τα ξέχασα• και πληρώνοντας οι Άγγελοι ανεχωρήσαμεν.

9ον. Τελώνιον του τόκου και δόλου.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο του τόκου και του δόλου που εξετάζει τους τοκογλύφους και δόλιους, και χωρίς να βρουν τίποτα οι δαίμονες να αποδείξουν αναχωρήσαμεν.

10ον. Τελώνιον της οκνηρίας και του ύπνου.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμε στο τελώνιο της οκνηρίας όπου οι δαίμονες με εξέτασαν αν κοιμώμουν πολύ και βαριόμουν να σηκωθώ να προσευχηθώ ή να πάω στην εκκλησία ή αν μπορούσα να κάμω κανένα καλό και αμελούσα• και χωρίς να βρούν τίποτα αναχωρήσαμεν ανενόχλητοι.

11ον. Τελώνιον της φιλαργυρίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της φυλαργυρίας στο οποίο υπήρχε πολύ σκοτάδι και ομίχλη• και εξετάζοντας οι δαίμονες και αφού δεν βρήκαν τίποτα επειδή ήμουν φτωχή, φύγαμεν ανενόχλητοι.

12ον. Τελώνιον της μέθης.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μέθης, και ορμόντας οι δαίμονες σαν λύκοι αρπακτικοί κατ' απάνω μας, εξέταζαν το κρασί που ήπια σ' όλη μου τη ζωή• και με κατηγορούσαν οτι στο τάδε σπίτι ήπιες τόσα ποτήρια, στον τάδε γάμον εμέθυσες και όσα μου έλεγαν ήσαν αληθινά• και πληρώνοντας οι Άγγελοι αναχωρήσαμεν και ανεβαίνοντας οι Άγγελοι έλεγαν αναμεταξύ τους:

"Μεγάλον κίνδυνον έχει η ψυχή εώς ότου περάσει τα ακάθαρτα τελώνια του αέρος"
και εγώ τους λέγω:

" Ναι κύριοι μου, και νομίζω πως κανείς από τους ζωντανούς ανθρώπους δεν θα γνωρίζη το τι συμβαίνει μετά τον χωρισμό της ψυχής από τους δαίμονες του αέρος, και αλλοίμονο στους αμελείς το τι τους περιμένει•"
και οι Άγγελοι αποκρίθηκαν και είπαν:

" Οι αγίες Γραφές αναλαμβάνουν όλα αυτά, αλλά οι ταλαίπωροι ανθρώποι σκοτεισμένοι από την πολυτέλεια, τροφές και ηδονές του κόσμου, τυφλώνονται και δεν πιστεύουν ότι θα πεθάνουν και δεν φροντίζουν να κάμνουν καλά έργα για την ψυχή τους• και αλλοίμονο στους αμελείς διότι τους αρπάζουν οι δαίμονες και τους ρίπτουν στον σκοτεινόν Άδην μέχρι της κρίσεως οπότε θα δικασθούν και θα απολάβη ο κάθε ένας οτι έπραξε."

13ον. Τελώνιον της μνησικακίας.


Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μνησικακίας που εξετάζει αυτούς που έχουν έχθρα, και δεν συγχωρούν τους αδελφούς τους. Και ορμόντας οι δαίμονες κατ' απάνω μου, εξέταζαν τα κατάστιχα τους , να βρούν κανένα πταίσιμο να με αρπάξουν• και χωρίς να βρούν φώναξαν σαν λυσσασμένα σκυλιά οτι ξεχάσαμεν να τα γράψουμεν, και αναχωρήσαμεν ανεβαίνοντας,
και ρώτησα τους Αγγέλους πως γνωρίζουν οι δαίμονες τις αμαρτίες των ανθρώπων, και μου αποκρίθηκαν οι Άγγελοι:

" Δεν γνωρίζεις, ότι μετά το βάπτισμα κάθε χριστιανός λαμβάνει έναν Άγγελο σαν φύλακα να τον φυλάει, και να τον οδηγή στο καλό, και να γράφη τα καλά του έργα• ομοίως δε τον ακολουθή και ένας διάβολος και γράφη τις κακές του πράξεις, και τις αναγγέλλει στο κάθε τελώνιο που ανήκει η αμαρτία και γι' αυτό γνωρίζουν οι δαίμονες, και όταν η ψυχή χωρίση από το σώμα και ανέρχεται στους ουρανούς την εξετάζουν δαίμονες σε κάθε τελώνιο και τούτο γίνεται στους ορθόδοξους χριστιανούς μόνο, στους δε απίστους και ασεβείς δεν υπάρχει καμιά εξέτασις."

14ον. Τελώνιον της μαγείας και γοητείας.

Ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μαγείας και γοητείας. Εδώ οι δαίμονες ήσαν σαν άγρια ζώα• άλλοι είχαν μορφή σκύλλου, άλλοι σαν βόδια, άλλοι σαν φίδια, με άσχημη μορφή, αλλά με θείαν χάρην όταν με εξέτασαν δεν βρήκαν τίποτα,
και ανεβαίνοντας ρώτησα τους Άγγελους με τι τρόπον μπορούν να σβήσουν από τα κατάστιχα των δαιμόνων τα αμαρτήματα των ανθρώπων,
και οι Άγγελοι μου αποκρίθησαν:

"Συγχωρούνται τα αμαρτήματα όταν ο άνθρωπος μετανοήση και εξομολογηθή στον πνευματικόν και κάμη τον κανόνα που του έβαλεν τότε εξαλείφονται τα αμαρτήματα από τα κατάστιχα των δαιμόνων• και λυσσώντας οι δαίμονες τους πολεμούν για να τους ρίψουν σε νέα αμαρτήματα. Γι' αυτό η εξομολόγηση και η μετάνοια γίνονται αιτίες να συγχωρηθούν οι ανθρώποι και να περάσουν ελεύθερα τα εναέρια τελώνια. Αλλά πολλοί ανθρώποι λέγουν ότι τα εξομολογούνται στον Θεό• και άλλοι πάλι ζητούν να εύρουν πνευματικόν συγκαταβατικόν για να αποφύγουν τον κανόνα• Αλλά αυτή δεν είναι μετάνοια αλλά πονηρία και ο Θεός ου μυκτηρίζεται. Και όπως στην ασθένεια του σώματος εκλέγουμεν τον καλύτερον ιατρόν, έτσι πολύ περισσότερον στην ασθένεια της αθάνατης ψυχής να εκλέγουμε τον θεοφοβούμενον και αυστηρόν πνευματικό, και να τον έχει κανείς μέχρι τέλους της ζωής• αλλιώς πλανούνται οι ανθρώποι και δεν μπορούν να περάσουν τα τελώνια του αέρος."

15ον. Τελώνιον της γαστριμαργίας και πολυφαγίας.

Αυτά καθώς μου έλεγαν φθάσαμε στο τελώνιο της γαστριμαργίας και πολυφαγίας, όπου οι δαίμονες ήσαν πολύ χονδροί σαν τους χοίρους, δυνατοί και άγριοι, και έτρεξαν κατ' απάνω μου, γαυγίζοντας, και μου φανέρωσαν τις πολυφαγίες που έκαμνα απο μικρήν ηλικία μέχρι που γέρασα, και οτι δεν νήστευα Τετάρτη και Παρασκευή μέχρι και τις 40στάς χωρίς εγκράτεια• και οι Άγγελοι φέρνοντας τα καλά μου έργα για πληρωμή αναχωρήσαμεν.

16ον. Τελώνιο της ειδωλολατρίας.
Και φθάσαμεν στο τελώνιο της ειδωλολατρίας και διαφόρων αιρέσεων, και χωρίς να βρούν τίποτα οι δαίμονες αναχωρίσαμεν.
17ον. Τελώνιον της αρσενοκοιτίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της αρσενοκοιτίας• και ο πρώτος αυτών καθόταν σαν φοβερός δράκωντας αλλάσωντας μορφές πότε σαν αγριόχοιρος, πότε σαν ποντικός, πότε σαν θηριόψαρο και τριγύρω αυτού βρώμα και ανυπόφορη δυσσωδία και επλάγιαζε ασχημονώντας. Και επειδή δεν βρήκε τίποτα εναντίων μου, αναχωρήσαμεν,
και μου έλεγαν οι Άγγελοι ότι πολλοί φθάνουν μέχρι εδώ ανεμπόδιστα, και για την αισχρήν αυτήν πράξιν, καταγκρεμίζονται στον σκοτεινόν και άχαρον Άδην.

18ον. Τελώνιον των χρωματοπροσώπων.
Και μιλώντας φθάσαμεν στο τελώνιο το οποίον εξετάζει άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι καλλωπίζουν τα πρόσωπα τους με διάφορα χρώματα, και μυρωδικά και δεν ευχαριστούνται με το κάλλος που τους έδωσεν ο Θεός. Εγώ είχα χρωματισθή δύο φορές στη ζωή μου και οι δαίμονες εξέταζαν να με κρατήσουν οι Άγγελοι όμως επάλευαν με πολύν κόπον φέρνοντας τις καλές μου πράξεις, και κερδίζοντας αναχωρίσαμεν.

19ον. Τελώνιον της μοιχείας.
Ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μοιχείας το οποίον εξετάζει τους μοίχους και μοιχαλίδας• δηλαδή τους παντρεμένους οι οποίοι πηγαίνουν σε ξένες γυναίκες και μολύνουν το στεφάνι τους. Επίσης εδώ στο τελώνιον αυτό εξετάζονται και οι παρά φύσιν πράξαντες με τις γυναίκες τους. Αλλά επειδή εγώ δεν είχα ευθύνη από αυτά αναχωρίσαμεν χωρίς πρόβλημα.

20ον. Τελώνιον του φόνου και της εκτρώσεως.
Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στους τελωνάρχες του φόνου οι οποίοι εξετάζουν τους φονιάδες, μέχρι και τις γυναίκες που αποβάλλουν από την κοιλία τους βρέφη και μέχρι και αυτούς που αποφεύγουν την τεκνογονία• και από εδώ με την χάρην του Θεού αναχωρήσαμεν χωρίς πρόβλημα.

21ον. Τελώνιον της κλοπής.

Και ανεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στο τελώνιο της κλοπής που εξετάζει τους κλέφτες και εξετάζοντας με καλά οι δαίμονες δεν βρήκαν τίποτα και αναχωρίσαμεν ανεμπόδιστα.

22ον. Τελώνιον της πορνείας.
Και ανεβαίνοντας πολύ ψηλά φθάσαμεν στην θύρα του Ουρανού, όπου βρίσκεται το τελώνιο το οποίον εξετάζει τους πόρνους. Ο αρχηγός τους καθώταν σε υψηλό θρόνο και φορούσεν φόρεμα ραντισμένο με αφρούς και αίματα κάθε ακαθαρσίας πλυμμηρισμένον, το οποίον έγινε αυτό από τις ακαθαρσίες της πορνείας. Και ορμώντας οι δαίμονες κατ' απάνω μου με εκατηγορούσαν και έλεγαν πολλά ψέματα, και ετόλμησαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων και να με ρίψουν στον άχαρον Άδην. Οι δε Άγγελοι αντίλεγαν σ' αυτούς, ότι είχα εξομολογηθή και παραίτησα από πολύν καιρόν αυτά. Και λέγοντας ψέματα οι δαίμονες έλεγαν ότι δεν τα εξομολογήθηκα ούτε κανόνα έλαβα από πνευματικόν, και οι Άγγελοι αναχώρησαν, τρίζοντας οι ακάθαρτοι δαίμονες τα δόντια τους.
Και προχωρώντας μου λένε οι Άγγελοι ότι πολύ λίγοι περνούν από αυτό το τελώνιο. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται μέχρι εδώ πέφτουν στον σκοτεινόν και άχαρον Άδην.

23ον. Τελώνιον της ασπλαχνίας.

Και ανεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στο τελώνιο της ασπλαχνίας, το οποίο εξετάζη τους σκληρόκαρδους και ανελεήμονες και εξετάζοντας με οι δαίμονες και χωρίς να με βρουν άσπλαχνη διότι ελεούσα τους φτωχούς, και καταντροπιασθέντες οι δαίμονες, αναχωρήσαμεν απ' αυτούς.

Η πύλη του Ουρανού.

Και ανεβαίνοντας χαρούμενοι φθάσαμεν στην πύλη του Ουρανού, η οποία ακτινοβολούσε και έλαμπε σαν καθαρό χρυσάφι και είχεν υπερθαύμαστην ωραιότητα, που δεν μπορεί γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Ο θυρωρός, ήταν ενας αστραπόμορφος νέος με χρυσά μαλιά και μας δέχθηκε χαρούμενος δοξάζωντας τον Θεόν διότι περάσαμε τα εναέρια τελώνια των δαιμόνων.

Και περνώντας την πύλη του ουρανού είδαμεν πλήθος αστραπόμορφων νέων οι οποίοι ακτινοβολούσαν σαν τον ήλιο και χαίρονταν όλοι και ευφραίνονταν, για την σωτηρία μου• εμείς πορευθήκαμεν με αγαλλίαση και χαράν ανεκλάλητον για προσκύνησιν του αστραπόμορφου θρόνου του Θεού, και Σωρήρα Ημών Ιησού Χριστού. Και είδαμεν σύννεφα όχι σαν τα συνηθισμένα τα οποία παραμέριζαν για να περάσουμεν. Και είδαμεν άλλο σύννεφο λευκό και χρυσόμορφο από το οποίο εξέρχονταν αστραπές και παραμέρισε κι αυτό όπως τα άλλα και περνόντας αισθανθήκαμεν γλυκύτατην ευωδία από τον θρόνο του αοράτου Θεού. Και είδαμεν στο άμεσον ύψος αστραποβόλο τον θρόνο του Παντάνακτος Θεού. Εκεί είναι η χαρά των δικαίων και η Αιώνια αγαλλίαση. Κ' είδαμεν εκεί πλήθος άπειρον αστραπόμορφων νέων, που φορούσαν πολύτιμα φορέματα με χρυσές ζώνες.

Φθάσαμεν απέναντι του θρόνου του Θεού, και οι Άγγελοι που με κρατούσαν άρχισαν να ψάλλουν και κλίνοντας τα γόνατα προσκυνήσαμεν τρείς φορές την Παναγίαν Τριάδα, και μαζύ με ημάς όλο το πλήθος των Αγίων Αγγέλων που ήταν γύρω του θρόνου του Θεού. Κ' ευθέως ακούστηκε φωνή γλυκύτατη και έλεγεν στους Αγγέλους οδηγήστε την ψυχήν αυτήν πρώτα στον Παράδεισον και έπειτα στα καταχθόνια του άδου καθώς κάνεται σε όλες τις ψυχές. Κ' έπειτα αναπαύσετε την στην κατοικία του δούλου μου Βασίλειου που με παρακάλεσεν.

Και συνοδεύοντας με οι Άγγελοι με έφεραν στον Παράδεισον όπου είδα τις κατοικίες των δικαίων όπου έλαμπαν σαν ακτίνες του ήλιου των οποίων η κατοικία εκάστου διέφερεν κάθε ενός ανάλογα των έργων του. Εκεί είδαμεν τον κόλπον του Αβραάμ όπου αναπαύονται τα τέκνα των ορθόδοξων χριστιανών όσα έζησαν στον κόσμο αναμάρτητα. Εκεί αναπαύονται οι ψυχές των 12 Πατριαρχών και όλων των Αγίων και φαίνονταν σαν να ήταν με σώματα, αλλά χέριν ανθρώπου δεν μπορεί να τους πιάση.

Όταν επισκεφθήκαμεν όλες τις κατοικίες των Αγίων οι Άγγελοι με έφεραν στις φοβερές κολάσεις του Άδη όπου κατοικούν οι αμαρτωλοί• και είδα τις σκοτεινές φυλακές όπου είναι κλεισμένες οι ψυχές των αμαρτωλών ως η άμμος της θάλασσας και σκεπάζονταν από την μαύρην ομίχλη του θανάτου• και εκεί ακούεται τέκνον μου Γρηγόριε το ουαί και αλλοίμονο και τους κατατρώγει ασταμάτητα ο μολυσμός και η βρώμα.

Αφού γυρίσαμεν όλες τις κολάσεις των αμαρτωλών, ο ένας Άγγελος μου λέγει.

"Θεοδώρα ξέρεις ότι σήμερα ο πνευματικός σου πατέρας Βασίλειος κάμνει το τεσσαρακοστόν σου μνημόσυνο στην γη;"

Και λέγοντας αυτό ο άγγελος με άφησαν να εμφανισθώ στην πανευφρόσυνη κατοικία του Παραδείσου, όπου εδώ βρίσκονται και άλλες ψυχές των πνευματικών τέκνων του πατρός μας Βασιλείου. Εκεί βρισκόταν ωραιότατο τραπέζι ακτινοβολόντας δια των πολύτιμων λίθων που ήταν στολισμένη, και γεμάτη με διάφορα ωραιότατα οπωρικά που έτρωγαν άνθρωποι άϋλοι χωρίς παχιές σάρκες και έλαμπαν σαν ακτίνες του ήλιου τα πρόσωπα τους. Εκεί δεν διακρίνονταν οι άνδρες από τις γυναίκες. Ωραιότατοι νέοι τους κερνούσαν με ροδοκόκκινο ποτό και όσοι έπιναν χόρταναν από την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.

Τότε ο Άγιος Βασίλειος διέταξε την Θεοδώρα να με οδηγήση να ιδώ το ωραιότατο περιβόλι της κατοικίας του. Και οδηγώντας με η Θεοδώρα φθάσαμεν στο περιβόλι του οποίου η πόρτα και τα ψηλά τείχη ήσαν χρυσαφένια, το οποίον ήταν γεμάτο από ποικιλόμορφα δέντρα φορτωμένα από ευγευστάτους και ωραιοτάτους καρπούς άφθαρτους και αθάνατους• και βλέποντας αυτά εγώ έμεινα εκστατικός, η δε Θεοδώρα είπε:

"Αυτά όλα που βλέπεις τα εχάρισεν ο Πανάγαθος Θεός του πατέρα μας Βασιλείου, για τους κόπους του και την αρετή του, για να ευφραίνεται και να αναπαύεται με όλα τα σωσμένα πνευματικά του τέκνα. Φρόντισε και συ τέκνον μου Γρηγόριε, έως ότου βρίσκεσαι στον προσωρινόν κόσμο, να κάμης τις εντολές του Θεού, για να έλθης και συ εδώ μέχρι την Δευτέρα Παρουσία, οπότε ο Θεός έχει μεγαλύτερα από αυτά ετοιμασμένα γι' αυτούς που Τον Αγαπούν."

Εγώ ψηλαφίζοντας τον εαυτό μου εάν ήμουν με το σώμα, μου φάνηκε σαν να έπιανα ακτίνες του ήλιου, και τότε ήλθα στον εαυτό μου ελευθερωθείς από τα φοβερά και εξαίσια εκείνα πράγματα. Και συλλογιζόμενος όλα αυτά έλεγα• άραγε από τον διάβολο τα είδα όλα αυτά; Και σηκώθηκα επορεύθηκα να συναντήσω τον άγιον Γέροντα μου, και βρίσκωντας τον έβαλα μετάνοια και πήρα την ευλογία του, και μου λέει• άραγε ξέρεις τέκνον μου Γρηγόριε, ότι αυτήν τη νύκτα είμασταν μαζί στα ουράνια και αιώνια σκηνώματα εκεί που βρίσκεται η Θεοδώρα και την είδες και μιλήσατε μαζί κατά την επιθυμία σου, και πήγατε μαζί στο ωραιότατο περιβόλι και είδες τα πανεύοσμα εκείνα άνθη και τους αθάνατους εκείνους καρπούς και είδες τα ολόχρυσα εκείνα παλάτια αυτήν τη νύκτα, μην νομίσεις τέκνον μου ότι όλα αυτά είναι όνειρο.
Εγώ ακούγοντας αυτά από το στόμα του άγιου Γέροντα και επιγείου αγγέλου λιποθύμησα και έμεινα άφωνος γνωρίζοντας όλα αυτά ότι έγιναν στ΄ αλήθεια Έπειτα όταν συνήλθα μου λέγει ο Άγιος:

"Και συ τέκνον μου Γρηγόριε φρόντισε να διέλθης τη ζωή σου με αγαθοεργίες κατά τις εντολές του Χριστού και μετά τον θάνατο σου θα σε δεχθώ στις αιωνίους κατοικίες, τις οποίες μου εδώρησεν ο Κύριος δια την πολλήν του αγαθότητα. Διότι εγώ θα φύγω σε λίγο από τον μάταιο αυτόν κόσμο, και συ υστερότερα και θα σε περιμένω εκεί στα αιώνα, διότι καθώς ο Κύριος μου αποκάλυψε θα διέλθης την ζωή σου θεάρεστα. Πρόσεξε τέκνον μου μη φανερώσης σε κανέναν όσα είδες και άκουσες εν όσω ζω. Μετά από τον θάνατο μου γράψε τα αυτά για ωφέλεια των Χριστιανών που θα τα διαβάσουν."

Έως εδώ αδελφοί χριστιανοί είναι η διήγηση του θανάτου της Θεοδώρας την οποίαν έγραψεν ο σοφός Γρηγόριος. Επίσης έγραψεν πως μέλλεται να γίνη η φοβερά κρίσις την ημέρα εκείνης της Δευτέρας! Παρουσίας του Αδεκάστου Κριτού περί της οποίας αποκαλύφθηκεν στον άγιον γέροντα Βασίλειον, και το οποίον βρίσκεται πιο κάτω σε αυτό το κείμενο γραμμένο
"Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ' όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια. εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους."
http://www.paterikoslogos.com/viewtopic.php?f=4&t=33
Ἄς διδαχθοῦμε ἀδελφοί μου ἀπό ὅλα αὐτά καί ἄς μετανοήσουμε. 


Ἱερομ. Σάββας Ἁγιορείτης
http://Hristospanagia3.blogspot.com

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

Η θαυμαστή εμφάνιση του Αγίου στη ζωή μου.

Με ρώτησες ως ευφυής και ευγενής ηλεκτρονικός φίλος, από πού κατάλαβα ότι ο άγιος Ιωάννης Μαξίμοβιτς (Μαξιμόβιτς είναι το ορθότερο αλλά εμείς οι Έλληνες πήραμε λίγο λάθος τον τόνο) ήταν αυτός που βοήθησε τη μάνα μου, στην αρρώστια της.
Δύσκολο να το εξηγήσει κάποιος.
Πολύ δύσκολο να το εξηγήσω συνοπτικά σε άνθρωπο με σπουδές και λογική Δυτικού τύπου.
Πολύ δύσκολο έως και αδύνατο, θα έλεγα, όμως...μια και μου έθεσες το ερώτημα θα προσπαθήσω να αρθρώσω δυο λόγια και αν με χαρακτηρίσεις ως τρελή για δέσιμο- καμία κακία δεν θα κρατήσω!

Είχα πρωτοακούσει απο το σύνευνο Πέτρο για τον άγιο Ιωάννη Μαξιμόβιτς.

Είχα ακούσει ότι οι Αμερικανορώσοι που τον γνώρισαν, τον ευλαβούνταν ως άγιο, ωστόσο
κ α μ ί α απολύτως σημασία δεν έδινα.
Ομολογώ την αδιαφορία μου.
-Εντάξει τώρα!
Δεν ήταν παρά ένας γέρος ρασοφόρος.
Εντάξει.
Δεν θα δεχτώ ότι όποιος είναι γέρος και ρώσος παπάς ότι είναι αυτομάτως και άγιος, μην τρελαθούμε , κυρία μου!
Είμαι χαζή και γραία, αλλά τόοοσο ηλίθια πια δεν είμαι!

Έτσι προσπερνούσα το θέμα και δεν το έκανα ζήτημα.
Το πιο βασικό μου εμπόδιο, νομίζω πως ήταν, η αίσθηση που είχα για τους αγίους, παιδιόθεν.
Οι άγιοι,ας πούμε,για την παιδική μου συνείδηση, έπρεπε να έχουν ζήσει τουλάχιστον πριν απο τριακόσια χρόνια, ήταν μάλλον αγέλαστοι και σχεδόν, όταν θα ζούσαν - δεν θα πήγαιναν καν στην τουαλέτα!

Ο Ιωάννης Μαξιμόβιτς, εκοιμήθη εν Κυρίω, το 1966, στο Σαν Φρανζίσκο

(το άγιο σώμα του, σώζεται ακέραιο στο ναό της ΠΑΝΤΩΝ ΘΛΙΒΟΜΕΝΩΝ Η ΧΑΡΑ, που έχτισε ο ίδιος στην ίδια πόλη)

Ο Άγιος Ιωάννης βρέθηκε πολύ κοντά στην εποχή μου,πώς να πιστέψω ότι ήταν άγιος;

Μα υπάρχουνε άγιοι σήμερα;

-Οχι, όχι, δεν το πίστευα,ότι ήταν άγιος, που να με κρέμαγες απο το σύρμα με μανταλάκια!

Κατά την ταπεινή μου άποψη,απο το 1981 που πρωτοάκουσα γι αυτόν, μέχρι το 2001- που ζήτησα τη βοήθειά του με πόνο ψυχής,
ήταν απλώς, ένας καλός, ίσως, πλην, εντελώς πεθαμένος, γέρος δεσπότης.

Εδώ, γιατρέ μου, να ανοίξω μια παρένθεση και να εξηγήσω, ότι δεν υπάρχει ιστορικό ψυχασθένειας στην οικογένειά μου, ότι δεν μου έχουν χρειαστεί ποτέ χάπια, ότι έχω άριστες σχέσεις με τους συνεργάτες στη δουλειά, και τους γείτονες, οτι έχω φίλους που με αγαπάνε και ότι γενικά, αυτό που λέμε αλαφροίσκιωτη,ποτέ δεν υπήρξα.

Αν άκουγα απο κάπου καμιά μεταφυσική αναφορά περίεργη, περιγελούσα απο μέσα μου,τη νοσηρή φαντασία του θρησκειόπληκτου.

Απέξω μου, δεν έδειχνα, βέβαια μεγάλη αγένεια.

Άκουγα απλά, με επιφύλαξη, όπως οι ψυχίατροι που ακούνε τα μύρια, κουνώντας το κεφάλι τους, ευγενικά και μέ άπειρη-δήθεν-κατανόηση...

Εις πείσμα, όμως, όλων των προηγούμενων παραμέτρων, ο Ιωάννης ο Μαξιμόβιτς, παρότι πεθαμένος, ήταν πιο ζωντανός και πιο δυνατός απο την αφεντιά μου, και με προσέγγισε και με συγκίνησε με μια σειρά απο απίστευτες συμπτώσεις που μόνο απλές συμπτώσεις δεν ήταν.
Η μεταστροφή του συναισθήματος που επιτεύχθηκε μέσω αυτών, υπήρξε για μένα, εντυπωσιακή και απροσδόκητη...
.................

Λίγο καιρό, αφότου άρχισα να εξετάζω το ενδεχόμενο της γνήσιας αγιότητας του πεθαμένου ρώσου δεσπότη, συνέβη η ασθένεια της μητέρας μου.
Για ένα ολόκληρο μήνα σφάδαζε με ασταμάτητους πόνους.
Κανένα παυσίπονο δεν μπορούσε να την ανακουφίσει.
Ίσως έπρεπε να πάρει μορφίνες...
Ο πατέρας μου, είχε περιέλθει σε απελπισία.
Ισα που δεν έκλαιγε, καθώς μου διεκτραγωδούσε την κατάσταση τηλεφωνικά.
Κλείνοντας τη συνομιλία μαζί του, η ψυχή μου ήταν βαριά.
Σκεπτόμενη τους αφόρητους πόνους της μάνας μου, έπεσα στα πατώματα,μπροστά στις εικόνες μου, με δάκρυα ποτάμι και φώναξα αυθόρμητα αυτόν
(πώς μου ήρθε η μορφή του στη μνήμη;ήταν τα προηγηθέντα θαυμαστά σκηνικά που τα παραλείπω)
τον άγνωστο μέχρι χτες,για μένα,ταπεινότατο ρώσο επίσκοπο,του φώναξα να βοηθήσει τη μητέρα μου, και να της σταματήσει τους πόνους που την βασάνιζαν.

Ηταν βράδυ που έκανα αυτή την επώδυνη προσευχή.

Κοιμήθηκα έτοιμη για τα χειρότερα.

Την άλλη μέρα, χτύπησε το τηλέφωνο.

-Κόρη έγινε θαύμα! άκουσα την εκστατική φωνή του πατέρα μου.

-Η μάνα σου ξύπνησε σήμερα και είναι απολύτως καλά!

Δεν την πονάει τίποτα!

Πραγματικά, δεν πίστευα αυτό που άκουγα!

Καθυστέρησα λίγες μέρες μέχρι να το πιστέψω...

Η μητέρα μου, μετά απο έναν περίπου ατελείωτο μήνα νυχθήμερης οδύνης,μετά την επίκληση του Αγίου Ιωάννη του Μαξιμόβιτς, σηκώθηκε χωρίς κανένα πόνο!

Τις επόμενες μέρες, κάναμε την αξονική και το σπινθηρογράφημα και ενώ η αξονική και το σπινθηρογράφημα, όπως και οι ακτινογραφίες έδειχναν έναν άγριο καρκίνο στα κόκκαλα, εκείνη για πέντε επόμενα έτη ήταν όρθια, χωρίς κανένα πόνο, κανένα παυσίπονο και απολύτως λειτουργική σε όλα της!

Εζησε άλλα τρεισήμισι χρόνια-μετά απο συντριπτικό κάταγμα λεκάνης- κατάκοιτη, ειρηνική,χαρούμενη θα έλεγα, πλην όμως χωρίς πόνο...

Ετσι και παρέδωσε το φιλόσοφο πνεύμα της...

Το πιστεύεις;
Μέχρι και ο ορθολογιστής επιστήμονας ο άντρας μου, είπε ότι έγινε θαύμα μέγα

(όλοι κολυμπάμε στα θαύματα,αδιαλείπτως, απλά κάποια θαύματα, είναι ...θαυμασιότερα!)

Επειδή επικαλέστηκα το όνομα του Αγίου Ιωάννη και προέκυψε το λυτρωτικό αποτέλεσμα απροσδόκητα, και ανέλπιστα, γι αυτό, η ψυχή μου έχει την
ε σ ω τ ε ρ ι κ ή βεβαιότητα, ότι ο Άγιος Ιωάννης, ήταν εκείνος που τη βοήθησε...

Αυτή είναι η εμπειρία των απλών πιστών της Ορθόδοξης Εκκλησίας δια μέσου των αιώνων...

Αργότερα συνδέθηκα συναισθηματικά, με τον άγιο Ιωάννη, ακόμη περισσότερο,καθώς διάβασα το βίο του, καθώς είδα ότι αγαπούσε και αυτός πολύ τους δια Χριστόν Σαλούς και ότι είχε κι αυτός, για κολλητό,ένα περιστεράκι...

Οι Άγιοι, είναι τα μεγαλύτερα αδέρφια μας, αν θες, είναι οι πνευματικοί οδηγοί μας.

Προετοιμάζουν το δρόμο μας, για την εντός ημών Βασιλεία, θέλω να με πιστέψεις...

Τώρα, θα μου πεις , γιατρέ μου:

-Μανδάμ Σαλογραία! τι κάθεσαι και μας λές!
Γιατί να ασχολούνται οι Άγιοι μαζί μας;

-Είναι απλό.
Επειδή,σχεδόν- κατά το υπόδειγμα του απείρως Αγαπήσαντος ημάς- μέχρι θανάτου,μας αγαπάνε!
Και όταν αγαπάς κάποιον και σου ζητάει βοήθεια, τρέχεις-αν πρέπει, διότι πάντα υπάρχει και ένα μυστικό πρέπει που ρυθμίζει τα μύρια αιτήματα των ανθρώπων- και κάνεις για κείνον το καλύτερο.

Και η Αγάπη ζεί και πέρα απο τον τάφο, για όσους έχουν μετατρέψει την καρδιά τους,σε Ναό του Παναγίου Πνεύματος.

Η Αγάπη του Άναστημένου Χριστού και των Αγίων Του, είναι πιο δυνατή απο το θάνατο.

Μέχρι μυελού των οστέων της μάνας μου, αυτό,

το ψηλάφησα!

Σαλογραία
Αναρτήθηκε από Σαλογραια στις 6:07 μ.μ.

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Archbishop John,Wonderworker of Shanghai and San Francisco

A Brief Life of Our Father Among the Saints
Archbishop John,Wonderworker of Shanghai and San Francisco

"This man, who appears weak is, in fact, a miracle of ascetic steadfastness and determination in our time of universal spiritual weakening."Metropolitan Anthony (Khrapovitsky)

"If you desire to see a living Saint, go to Bitol to Father John."Bishop Nicholas (Velimirovich)

Saint John was born on the 4th of June, 1896 on the country estate of his parents, descendants of nobility, Boris Ivanovich and Glaphira Mikhailovna Maximovitch in the little town of Adamovka in the Province of Kharkov. At Baptism he received his name in honor of Saint Michael the Archangel. His paternal ancestors were of Serbian extraction. One of his ancestors, Saint John, Metropolitan of Tobolsk, was an ascetic of holy life, a missionary, and a spiritual writer. Saint John of Tobolsk lived in the first half of the 18th century and was glorified in 1916. His glorification was the last celebrated during the reign of the Tsar Martyr Nicholas.

Saint John was an obedient child; his sister recalls that it was very easy for his parents to raise him. Ruminating about his future during his youth, he could not make a definite decision as to a career, being unsure as to whether he should dedicate himself to military or civil service. He only knew that his future life would be guided by an insuperable desire to stand up for the Truth, which was nurtured in him by his parents. He was inspired by the examples of those people who gave their lives for the Truth.

He commenced his education at the Poltava Military Academy which, Vladyka himself would later say, was dedicated to one of the glorious pages of the history of Russia. He was an exemplary student, but he disliked two subjects: gymnastics and dancing. He was well liked at the academy, but nevertheless felt he should choose a different path. This idea was especially furthered by contact with the well known religious instructor at the academy, Archpriest Sergei Chetverikov, author of books about Saint Paisius Velichkovsky and the Holy Optina Elders, and with the rector of the local seminary, Archimandrite Varlaam. The day of Michael Maximovitch's completion of the military academy coincided with that of Archbishop Anthony's (Khrapovitsky) investiture to the cathedra of the See of Kharkov. This renowned hierarch and theologian was the main advocate of the restoration of the patriarchate in Russia, subsequently the Metropolitan of Kiev and Galich, and finally the First Hierarch of the Russian Orthodox Church Abroad. Throughout his life this Archpastor inspired the church-oriented academic youth in all matters spiritual, thanks to his principal attribute - his sincere love for them. Having heard about young Michael Maximovitch, of whom many spoke in church circles, Archbishop Anthony desired to meet him. It was in Kharkov that Archbishop Anthony became Saint John's spiritual guide. This relationship continued throughout Archbishop Anthony's whole life.

In Kharkov Michael entered Law School, which he completed in 1918, and served for a while in the Kharkov court during the days when the Ukraine was ruled by the Cossack leader, (Hetman) Skoropatsky. But the heart of the future hierarch was far from this world. When not studying, he spent all of his free time at the university reading spiritual literature, especially favoring the lives of the saints. While studying the worldly sciences, said the Saint during his election to the episcopacy, I delved all the more into the study of the Science of sciences, into the study of the spiritual life. Visiting the monastery in which Archbishop Anthony lived, Michael had the opportunity to pray at the tomb of an ascetic of the first half of the 18th century, Archbishop Meletius Leontievich, a deeply revered but not yet glorified righteous one. The soul of the young saint was pierced by a thirst to obtain the true goal and path of life in Christ.

A great impression was made upon Michael by Bishop Varnava (subsequently the Patriarch of Serbia) during his visit to Kharkov. The young Serbian bishop, who was warmly greeted by Archbishop Anthony, related to him the suffering of the Serbian people under the Turkish Yoke. This was in January 1917, before the revolution, when the Serbs, who were battling against Germany, Austria and Turkey, had almost no territory which was free of enemy occupation. Through the inspiration of Archbishop Anthony the response of the Russian people in support of the Serbs was unanimous. In this example, Michael recognized the universal significance of the Church and the duty of a bishop to respond to the needs of all Orthodox people. In turn, Bishop Varnava, upon becoming Patriarch, was particularly hospitable and helpful to the hierarchy of the Russian Orthodox Church Abroad.

The Russian Revolution forced the Maximovitch family to flee their homeland and evacuate to Yugoslavia, where Michael was able to begin his theological studies at the University of Saint Sava which he later completed in 1925. During his last year, Michael was tonsured a reader in Belgrade by Metropolitan Anthony, who also in 1926 tonsured him a monk in the Milkovo Monastery giving him the name John in honor of his distant relative, the recently glorified Saint John of Tobolsk. Shortly thereafter he was ordained hierodeacon. On the Feast of the Entry of the Most Holy Theotokos into the Temple, the.young monastic became a hieromonk. During these years he was a religious instructor at the Serbian State High School, and in 1929 he became an instructor in the Serbian Seminary of the Holy Apostle John the Theologian in the city of Bitol - part of the Ochrid Diocese.

In Bitol, Saint John won the love of his students and it was here that his spiritual struggles became known to those around him. Saint John prayed continually, served the Divine Liturgy daily, or attended Liturgy and partook of Christ's Holy Mysteries, fasted strictly and usually ate once a day late in the evening. With fatherly love the Saint instilled in the seminary students high spiritual ideals. They were the first to discover his great ascetic podvig noticing that the Saint never lay down to sleep, and when he did doze off, it was only from utter exhaustion and often during a prostration in the corner under the icons. Bishop Nicholas (Velimirovich) valued and loved the young hieromonk John. Upon leaving the seminary once, he turned to a small group of seminarians and said, Children, listen to Fr. John. He is an Angel of God in the image of a man. The seminarians themselves were convinced that Saint John truly lived an angelic life.

His patience and humility were similar to the patience and humility of the great ascetic and desert dwellers. He relived the events of the Holy Gospel as if they were taking place before his eyes. He always knew the chapter where to find an event and, when needed, could always quote a given verse. He knew the character and details of every student, so that at any moment he could assess what a student knew or did not know. Saint John had a special gift of God: an unusually good memory. Consequently, such assessments of his students could be made without referring to any previous records or notes. Mutual love bound Saint John and the seminarians together. For them he was the incarnation of all of the Christian virtues. They did not see any shortcomings in him, not even in his speech (Saint John had a slight stammer). There was no problem, personal or social, which he could not solve quickly. There was not a question for which he could not find an answer. His answer was always concise, clear, complete, and exhaustive because he was truly an educated man. His education, his wisdom, was based on the most stable foundation, the Fear of God. The Saint prayed zealously for his seminarians. Each night he would make his rounds, checking everyone; adjusting one's pillow, another's blanket. Upon leaving the room he blessed the slumberer with the sign of the cross.

During the first week of Great Lent, Saint John ate nothing more than one prosphora a day, the same during Passion Week. When Great Saturday came his body was completely exhausted. But on the Day of the Holy Resurrection of the Lord he was revived, his strength returned. At Paschal Matins he triumphantly exclaimed, Christ is Risen! as if Christ resurrected specifically on that holy night. His face shone. The Paschal joy which the Saint radiated was imparted to everyone in the church. Anyone who was ever in church with Saint John on Pascha experienced this.

In 1934 the Synod of Bishops of the Russian Orthodox Church Abroad decided to elevate Saint John to the rank of bishop and assign him to Shanghai as vicar bishop of the Diocese of China. As for Saint John himself, nothing could have been further from his mind, which is obvious from an account of one of his acquaintances from Yugoslavia. Once, when meeting him on the tramway she asked him what had brought him to Belgrade. He answered that he came to Belgrade because he had mistakenly received a notice in place of another hieromonk John, who was to be made a bishop. When she saw him again the next day, he told her that the mistake was worse than he had expected, because it turned out that they had decided to consecrate him a bishop. When he objected, pointing out his stammer, he was told that the Prophet Moses had the same difficulty. The consecration took place on the 28th of May, 1934. Saint John was the last bishop to be consecrated by Metropolitan Anthony.

The young bishop arrived in Shanghai from Serbia on November 21, 1935, the Feast of the Entry of the Most Holy Theotokos into the Temple. Many people had gathered on the dock to meet their new archpastor, who wholeheartedly undertook his responsibilities and soon became an established figure in the city of Shanghai. The completion of a large cathedral, as well as the resolution of an existing jurisdictional conflict awaited him. Saint John quickly quelled this conflict and, in time, established relations with the Serbs, Greeks, and Ukrainians in his diocese. The Saint completed the construction of the huge cathedral in honor of the Icon of the Mother of God Surety of Sinners and a three story house with a bell tower. He dedicated special attention to the spiritual education of the children. He personally taught the Law of God to the upper classes of the Commercial Institute and always attended the examinations for the religious courses in all of the schools of Shanghai. He was the inspirer and leader in the construction of churches, a hospital, an asylum for the mentally ill, an orphanage, a home for the elderly, a community dining hall - in short, all of the social undertakings of Russian Shanghai. The Saint was one with his flock. He participated directly in the work of virtually all emigrant organizations.

However, while participating actively in such an array of worldly affairs, he was foreign to the world. From the first day of his arrival in Shanghai, the Saint, as before, served Divine Liturgy daily. No matter where he was, he was always present at Divine Services. Once, as a result of his continual standing, the Saint's foot was severely swollen and a group of physicians, fearing gangrene, prescribed immediate hospitalization. The Saint refused. Upon this, the Russian doctors informed the Parish Council, that they could not take any responsibility for the health and even the life of the patient. The members of the Parish Council, after extended requests and even threats to forcefully hospitalize him, compelled the Saint to agree, and he was sent to the hospital. That evening however, he left the hospital on his own and at six o'clock was serving the All Night Vigil as usual.

He performed all of the daily services completely and unabridged, so that, at Compline, five or more canons would be read, so as to honor all of the Saints. The Saint did not allow unnecessary conversations in the sanctuary and personally made sure that the servers behaved as they should, compiling for them a rule of conduct, to which he strictly, yet affectionately, constrained adherence. After Liturgy Saint John remained in the sanctuary two or three hours, concerning which he once commented, How difficult it is to tear oneself from prayer and return to worldly affairs. At night he remained vigilant as opposed to sleeping. He never went visiting specifically, instead, he would appear unexpectedly to those in need, in any weather and at the most unusual hours. Daily he visited the sick with the Holy Gifts. Often he was seen, at some late hour, in inclement weather, walking on the streets of Shanghai with his bishop's staff in hand and his rassa blowing in the wind. When asked where he was headed in such weather, the Saint would reply, Not too far away, I need to visit so-and-so, and when they escorted him to that place the not too far away was frequently two or three kilometers.

While concerning oneself with the salvation of men's souls, said the Saint, one needs to remember that people also have bodily needs which clamorously declare their presence. One cannot preach the Gospel without manifesting love in one's deeds. One of Saint John's manifestations of such love was the founding of the Orphanage of Saint Tikhon of Zadonsk for orphans and children of needy parents. He called together some women and, with their help, began with eight little children and organized an orphanage which gave refuge to many hundreds of children in its fifteen-year existence in Shanghai. Vladyka himself gathered sickly and hungry children from the streets and from the dark alleys of Shanghai. Once he brought in a little girl to the orphanage, having bought her from a chinaman for a bottle of vodka.

The parishioners of the Shanghai diocese had deep feelings of love and respect for their archpastor, as is evident from the following excerpts from a letter written by them to Metropolitan Meletius in 1943:

We, worldly people, laymen, cannot touch his (Saint John's) breadth of knowledge of theology, his erudition, his homilies, deeply penetrated with apostolic faith, pronounced almost daily and often printed. We, the people of Shanghai, will speak about what we see and feel in our multi-racial city from the day of arrival of our Bishop, that which we see with our sinful eyes and that which we feel with our Christian heart.

From the day of his arrival: the sorrowful phenomenon of the division of churches has ceased; the Orphanage of Saint Tikhon of Zadonsk, which currently feeds, clothes, and educates 200 children was built from nothing; gradually the conditions of the alms house in the name of Saint Philaret the Merciful have improved; the sick in all Shanghai hospitals are visited by priests, are administered the Holy Mysteries on a timely basis and, in the event of death, even the homeless are buried with a proper funeral; the mentally ill, who are located in a hospital far from the city, are visited by him personally; those incarcerated in the prisons of the Settlement and the French Concession have the opportunity to pray in the place of their imprisonment during the Divine Liturgy and to receive Holy Communion monthly. He directs serious attention to the upbringing and education of the youth in a strict Orthodox and nationalistic spirit. In many of the non-Russian schools our children are now taught the Law of God. During all of the difficult moments in the life of our community we see him, leading the way, defending us and our age-old Russian moral principles to the end. All of the sectarian organizations and heterodox confessions now understand that to combat such a pillar of the Orthodox Faith is very difficult. Our Bishop tirelessly visits the churches, hospitals, schools, prisons, civil and military organizations, always bringing with him reassurance and faith. From the day of his arrival not one infirm person has been left without his prayer and personal visit. By the prayers of our Luminary many have received relief and health. He, like a torch, illuminates our sinfulness, like a pealing bell awakens our conscience, and calls our souls to the Christian struggle, calls to us, as the Good Pastor, so that for a minute we might be diverted from the earth, from worldly corruption, and lift up our eyes to heaven, from whence our help comes. He is the one, according to the words of Apostle Paul, who is an example: in word, in life, in charity, in spirit, in faith, in purity. (I Tim. 4:12).

His flock was not mistaken in giving such a great assessment of the work of its pastor. People truly felt in him a readiness to lay down his life for the flock. During the Japanese occupation, when two presidents of the Russian Emigration Committee were killed in succession and fear gripped the Russian colony, Saint John, despite the undoubted danger to himself, declared himself the temporary head of the Russian colony.

After the repose of Metropolitan Meletius and the end of the war in 1945, increased pressure was put upon the Russian emigrant clergy by the Moscow Patriarchate, with the aim of subordinating them to the new Moscow Patriarch Alexei I. He was the successor to Patriarch Sergius who, in 1927, promulgated the declaration committing the Church to cooperation with the Soviet authorities. In the Far East almost all of the hierarchs subordinated themselves to the newly chosen Patriarch. Saint John, having denied such subordination, was exposed to extremely great pressure and threats from his ruling bishop, Archbishop Victor. The Saint's response to these threats was simple: I am subject to the Synod Abroad and I shall walk on the path that it directs for me.

After a long delay caused by the war, an order arrived from the Synod of Bishops elevating Bishop John to Archbishop with direct submission to the Synod. The Chinese National Government and the city authorities acknowledged Archbishop John as the sole head of the Russian Orthodox Church in China.

The miracle-working power and clairvoyance of Saint John were well known in Shanghai. Once, during Bright Week, Saint John came to the Jewish hospital to visit the Orthodox patients there. Passing through one ward, he stopped in front of a screen, concealing the bed upon which an elderly Jewish woman lay dying. Her family members were awaiting her death nearby. The Saint raised a cross above the screen and loudly proclaimed: Christ is Risen! upon which the dying woman regained consciousness and asked for water. The Saint approached the nurse and said, the patient wants to drink. The medical staff was stunned by the change which had taken place in one who only moments earlier was dying. Soon the woman recovered and was discharged from the hospital. Such incidents were numerous.

It so happened that Saint John was urgently called to administer Holy Communion to a dying man in the hospital. Having taken the Holy Gifts, the Saint headed there with another clergyman. When they arrived they saw a young man, about 20 years of age, playing on a harmonica. He had already recovered and was to leave the hospital shortly. The Saint called him over saying, I want to give you Holy Communion right now. The young man immediately came up to him, confessed, and received Holy Communion. The amazed clergyman asked Saint John why he did not go to the one dying, but detained himself with an obviously healthy young man. The Saint answered simply, He will die tonight, but the other, who is seriously ill, will live yet many years. That is precisely what came to pass. The Lord manifested similar miracles in Europe and America through His Saint.

At the end of the 1940's as the communists came to power, Russians in China were forced to flee again, most via the Philippine Islands. In 1949 almost 5000 refugees from China were located in a camp of the International Refugee Organization on the island of Tubabao. They lived there in tents under the most primitive circumstances. All of the children of the orphanage were brought there, as were the elderly and infirm. They lived under the continual threat of fierce hurricanes, since the island is located in the path of seasonal typhoons which pass through that part of the Pacific Ocean. During the twenty-seven-month existence of the Russian encampment, only once was the island threatened by a typhoon, which, however, changed its course and passed around the island. Every night Saint John would walk around the entire camp blessing it with the sign of the Cross on all four sides. Later, when the people had departed for various countries and the camp had been almost completely evacuated, a fierce typhoon swept over the camp and leveled it to the ground.

More than once Saint John had to appear before representatives of civil authority so intercede for the needs of the Russian refugees. It was recommended to Saint John that he personally petition in Washington D.C., so that those in the camp could come to America. He flew to Washington and, contrary to all human obstacles, succeeded in having immigration laws changed and the exodus of his flock was realized.

In 1951 Saint John was assigned to oversee the Western European Diocese. At first he administered the diocese from Paris and later from Brussels. He continually traveled throughout Europe serving Divine Liturgy in French and Dutch, and, as before, in Greek, Chinese, and, later, in English. The following was written about him in Paris: He lives outside of our plane (of existence). It is no accident that in one of the Catholic churches a priest said, addressing the youth: 'You require proof. You say that there are no more miracles, no saints. Why do you need theoretical proof, when a living Saint walks the streets of Paris, Saint Jean Pieds' (Saint John the Barefoot)!

While in Europe, Saint John collected information on a number of ancient Saints venerated in the West, but forgotten in the East. Upon his recommendation their veneration was restored and their names recorded in the Church calendar.

Saint John's spirituality, his knowledge of languages, and, most of all, his example, attracted many French, Dutch and other Europeans to Orthodoxy. Such was the missionary significance of his stay in Europe.

In the Fall of 1962 Saint John arrived in his last Diocesan See and again, just as many years ago in his first Diocese, on the Feast of the Entry of the Most Holy Theotokos into the Temple. At first he came to assist the aging and infirm elder, Archbishop Tikhon and after his repose (March 17, 1963 o.s.) Saint John became ruling Archbishop of Western America and San Francisco. Again the Saint arrived to find an unfinished church, dedicated to the memory of the Mother of God, and once again, as in China, the Church was torn by discord.

Saint John's first priority was to resume and complete the construction of the new Diocesan Cathedral of the Most-Holy Theotokos Joy of All Who Sorrow, which had been entirely halted due to a lack of funds and sharp disputes as to the solution of the financial dilemma paralyzing the church community. The Lord mercifully helped His Saint in this, who was suffering greatly as a result of this discord, yet continued both by prayer and by tirelessly overseeing the construction, to inspire everyone to sacrifice and work.

St John had to endure much at the time, even the necessity of appearing in an American civil court. The last years of his life were full of the bitterness of slander and persecution. Sometimes Saint John aroused envy, unfavorable criticisms, or bewilderment in people, when he dealt with them strictly adhering to church rules. At that time someone asked who was responsible for the division in the Church. The Saint answered simply: the devil.

In 1964, construction of the largest church of the Russian Church Abroad in America, adorned with five golden domes, was essentially complete. The elevation of the magnificent crosses, the grandeur of which is visible when sailing in the San Francisco Bay, was proceeded by a solemn procession (over a mile) with masses of people participating. The procession was almost canceled due to heavy rains, but the Saint, without any hesitation, led the procession with hymns into the drenched streets of the City. As the procession began the rain stopped. The crosses were blessed in front of the new cathedral and when the main cross was elevated, the sun broke through and a dove lighted upon the brightly shining symbol of Christ. This visible triumph of the elevating of Orthodox crosses, symbols of Christ's victory, shining on the hills of a contemporary Babylon where satanism has been openly professed, was the crowning victory of the life of the Saint on earth.

While accompanying the Wonder-working Kursk-Root Icon of the Most Holy Theotokos to Seattle, Saint John, having served Divine Liturgy there in the Saint Nicholas Cathedral, remained in the altar for three hours. It was the 19th of June (o.s.) 1966. Then, having visited some of his spiritual children who lived near the cathedral with the Wonder-working Icon, he proceeded to a room in the church house where he was staying. Suddenly, those accompanying the Archpastor heard the sound of someone falling to the floor. When they ran up the stairs they discovered him lying on the floor and already departing this world. They sat him up in an armchair before the Wonderworking Icon and the Saint peacefully reposed in the Lord. At that moment, his extraordinarily difficult struggle of depriving himself of rest and sleep ceased. They laid him on a bed that was in the room, a blessed berth, giving him rest and sleep after 40 years of abstinence. Sleep now in peace! cried Archbishop Averky of Syracuse and Holy Trinity, who zealously loved him. In the conclusion of his homily during the funeral he said: Sleep now in peace, O our dear, beloved Vladyka. Rest from your righteous works and struggles. Rest in peace until the General Resurrection. The solemn funeral of Saint John took place on June 24, 1966(o.s.) in the Cathedral of the Most-Holy Theotokos, the Joy of All Who Sorrow, in the city of San Francisco. The funeral began at 6:00 p.m. and finished after 1:00 a.m., as a result of the multitude of people, who came to bid farewell to their reposed archpastor. Metropolitan Philaret officiated at the funeral in concelebration with Archbishops Leonty and Averky, Bishops Sava and Nektary and a multitude of clergy.

The air of the funeral was strikingly poignant and exaltedly prayerful. None of its participants shall ever forget it. Despite the deep sorrow of the countless admirers of Saint John, a kind of special joy predominated, enveloping all of the faithful.

The body of Saint John remained in an open casket in the cathedral for five days and, despite the hot summer weather, was untouched by even the slightest hint of corruption or stiffness. His hands were soft and pliant. And all of this, despite the fact that nothing whatsoever, was done to his body at the mortuary.

The words of Bishop Ignaty (Brianchaninov) in his work, Thoughts about Death, involuntarily come to mind: Have you ever seen the body of a righteous one, which has been abandoned by the soul? There is no smell of corruption. It is not frightening to be near it. During his burial sorrow is mixed with a kind of intangible joy. All of this, according to the words of the ever memorable Bishop Ignaty, is a sure sign that the reposed one has obtained mercy and Grace from the Lord.

After his blessed repose, just as during his life, Saint John continues to perform various miracles and healings for those who turn to him with faith. People, during difficult moments in their lives, when no earthly power is capable of helping, have beseeched his intercession before the Lord. Letters, as well as prayer lists, have been placed under the miter on the tomb of the Saint and many have received the help for which they had hoped.

In the fall of the 1993 the Synod of Bishops charged the Archbishop of Western America and San Francisco, together with a commission comprised of two other archpastors, to examine Saint John's remains. In the evening of September 28, 1993 (o.s.), after a panakhida served in the sepulcher by members of the commission, Archbishop Anthony gave a brief homily, calling all participants of this holy work to be reconciled and himself asking forgiveness of everyone, blessed those present to open the tomb. Having removed the lid of the sarcophagus, the participants withdrew the metal coffin of the Saint and noticed that in many places it had completely rusted through. With the fear of God and with prayer, they opened the coffin. The face of the Saint was covered and everyone immediately turned their attention to his white, incorrupt hands. Having prayed, Archbishop Anthony removed the aer from the brow of Vladyka and exposed the incorrupt face of the God-glorified Saint. At this moment a kind of supernatural spiritual peace, an extraordinary reverent silence was felt. No one was amazed, no one spoke. All problems seemed to vanish, such was the Grace-filled experience of standing beside the Saint's relics.

At the next meeting of the Synod of Bishops, Archbishop Anthony reported that the honorable relics of Saint John were examined by the Synodal Commission comprised of himself, Archbishop Laurus of Syracuse and Holy Trinity, Bishop Kyrill of Seattle and twelve other persons chosen by the diocesan bishop. Having heard Archbishop Anthony's report and the Report of the Commission for the examination of the relics of Saint John, the Synod of Bishops blessed the continuation of the efforts in preparation of the Glorification of Saint John, which was scheduled for June 19 (o.s.), the day of his blessed repose.

In these frightening days of general apostasy from God, the Lord has not abandoned his people and has sent them a great intercessor. Standing before the throne of God is a courageous defender of the Church of Christ; a struggler and ascetic according to the tradition of the stylites who took upon themselves the strictest form of self-mortification and, at times, taking upon themselves foolishness for Christ's sake, which exceeds the wisdom of this world; a good and loving pastor who laid down his life for his sheep; a teacher and nurturer of Orthodox youth; a miracle-worker and unmercenary healer; an apostle and missionary; a deep theologian; a beholder of mysteries and a hierarch of universal significance, who unwaveringly followed that which he had promised before God and men in his testimony read during his election to the episcopacy: What greater benefit can one bring to one's neighbor, other than to prepare him for eternal life…

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεννημένος το 1896 στο χωριό Αδάμοβχα της επαρχίας Χάρκωφ, ο μακάριος ιεράρχης Ιωάννης ανήκε στην ευγενή οικογένεια των Μαξίμοβιτς. Βαπτίσθηκε με το όνομα Μιχαήλ, ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση στη στρατιωτική σχολή της Πολτάβας και εν συνεχεία σπούδασε Δίκαιο στο Πανεπιστήμιο του Χάρχωφ. Η επανάσταση και η κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας που ακολούθησε, τον έπεισε για το πρόσκαιρο των επίγειων πραγμάτων, και το ανίσχυρο των ανθρώπινων δυνάμεων, οπότε και έλαβε την απόφαση να απαρνηθεί τη ματαιότητα του κόσμου για να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο (1921), η οικογένειά του κατέφυγε στο Βελιγράδι, όπου ολοκλήρωσε τις θεολογικές σπουδές του.

Εισήλθε στη Μονή του Μίλκοβο, όπου έζησε σε μια κοινότητα είκοσι Ρώσων και Σέρβων μοναχών, που τηρούσαν στην εντέλεια τις αρχές της μοναχικής πολιτείας. Το 1926 εκάρη μοναχός από τον μητροπολίτη Αντώνιο Κραποβίτσκυ (1863-1936), έναν από τους λαμπρότερους Ρώσους ιεράρχες, που είχαν κατορθώσει να γλιτώσουν από την επαναστατική θύελλα. Παίρνοντας το όνομα του αγίου συγγενή του Ιωάννη του Τομπόλσκ, oρίσθηκε σύντομα επιτηρητής και καθηγητής στο σερβικό ιεροδιδασκαλείο της Μπίτολα, όπου άσκησε μεγάλη επίδραση στους μαθητές του με την ασκητική βιοτή του και την πατρική φροντίδα του. Μετά την επιθεώρηση των κοιτώνων, περνούσε τη νύχτα προσευχόμενος, και δεν έδινε ανάπαυση στον εαυτό του παρά μια δυο ώρες, γονατιστός μπροστά στις εικόνες. Ο ίδιος αναγνώρισε αργότερα ότι από τη μοναχική του κουρά και ύστερα δεν πλάγιασε ποτέ να κοιμηθεί. Έτρωγε μία φορά την ημέρα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, και κατά την Μεγάλη Τεσσαρακοστή τρεφόταν μόνον με πρόσφορα, περνώντας την πρώτη και τελευταία εβδομάδα εν πλήρη ασιτία. Από την Πέμπτη προετοιμαζόταν για τη Λειτουργία της Κυριακής, χωρίς να τρώει σχεδόν τίποτε. Όταν διάβαζε τις ευχές, έδειχνε να μιλάει στον Χριστό και στους παρόντες αγίους, και εξερχόταν του ιερού με την όψη του να λάμπει. Ο άγιος επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, ο οποίος ήταν στην κεφαλή της επισκοπής, τον επισκεπτόταν συχνά και έλεγε: «Είναι άγγελος του Θεού με όψη ανθρώπου». Διατηρούσε επίσης θερμές σχέσεις με έναν άλλον άγιο της εποχής μας, τον πατέρα Ιουστίνο Πόποβιτς, συνάδελφό του στο ιεροδιδασκαλείο.

Το 1934 χειροτονήθηκε επίσκοπος, παρά τους δισταγμούς του, και στάλθηκε στη Σαγκάη, όπου ανάλωσε τις δυνάμεις του στη στήριξη και παρηγορία των πολλών Ρώσων προσφύγων. Άρχισε με τη συμφιλίωση των Ορθοδόξων των διαφορετικών εθνοτήτων, τους οποίους χώριζαν έριδες περί δικαιοδοσίας, και οργάνωσε την αρωγή στους φτωχούς. Με κάθε καιρό έτρεχε ο ίδιος μέσα στους δρόμους για να μαζέψει τα άρρωστα και ορφανά παιδιά, ρωσόπουλα ή κινεζόπουλα. Το ορφανοτροφείο που ίδρυσε υπό την προστασία του αγίου Τύχωνος Ζαντόνσκ, άρχισε με οχτώ παιδιά και κατέληξε να στεγάζει 3.500, όταν η έλευση των κομμουνιστών ανάγκασε την κοινότητα να καταφύγει πρώτα σε ένα νησί των Φιλιππίνων και κατόπιν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Παρά τα ποιμαντορικά του καθήκοντα, ο Άγιος Ιωάννης συνέχισε, και μάλιστα επέκτεινε την ασκητική πολιτεία του, τελούσε δε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά. Έχοντας προσβληθεί από έλκη στα σκέλη, αρνιόταν να χειρουργηθεί, και όταν τελικά ενέδωσε στις πιέσεις των ενοριτών, το ίδιο το βράδυ της επέμβασης βρισκόταν στην εκκλησία για να τελέσει την Aγρυπνία της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Αρκούνταν στα πιο ταπεινά ενδύματα, φορούσε μόνο ελαφριά σανδάλια που συχνά τα έδινε σε κάποιον φτωχό, και λειτουργούσε ανυπόδητος προς μεγάλο σκανδαλισμό ορισμένων. Επεκτεινόμενος έτσι προς τον Θεό δια της ασκήσεως, με την ίδια αυστηρότητα των παλαιών Πατέρων, είχε λάβει από τον Θεό το δώρο της διορατικότητος, που το χρησιμοποιούσε με διάκριση για τη σωτηρία και οικοδομή των ψυχών. Περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας επισκεπτόμενος αρρώστους, προσκομίζοντας σε αυτούς τη Θεία Κοινωνία και παρηγορώντας τους με την παρουσία του Θεού, και δεν περιφρονούσε ούτε τους φυλακισμένους ούτε τους ψυχασθενείς, οι οποίοι τον υποδέχονταν με γαλήνη και χαρά, ακούγοντας προσεκτικά τις ομιλίες του.

Κατά την ιαπωνική κατοχή, ενώ η ρωσική κοινότητα της Σαγκάης βρισκόταν υπό συνεχή απειλή, ο θαρραλέος ιεράρχης ανέλαβε με κίνδυνο της ζωής του τη διοίκησή της, ενώ συνέχισε να επισκέπτεται το ποίμνιό του ακόμη και μέσα στη νύχτα, στις πιο επικίνδυνες συνοικίες. Με την έλευση των κομμουνιστών το 1949, οι Ρώσοι πρόσφυγες, πέντε χιλιάδες τον αριθμό, εκτοπίστηκαν σε ένα νησί των Φιλιππίνων που το έπλητταν συχνά τυφώνες. Προστατευμένο όμως από τις προσευχές του ποιμένα του, το προσφυγικό στρατόπεδο έμεινε απρόσβλητο κατά τους είκοσι επτά μήνες της διαμονής τους εκεί. Λίγο μετά την αναχώρηση της πλειονότητας των προσφύγων, ένας τρομερός τυφώνας κατέστρεψε oλοσχερώς το στρατόπεδο.

Έχοντας εξασφαλίσει από τις Αρχές της Ουάσιγκτον την άδεια μετανάστευσης στις Ηνωμένες Πολιτείες για το ποίμνιό του, ο ακούραστος ποιμένας, ζώντας πάντα μέσα στη μεγαλύτερη ένδεια, φρόντισε για την εγκατάσταση του ποιμνίου του. Έπειτα από δύο χρόνια ορίστηκε το 1951 αρχιεπίσκοπος της εν Υπερορία Ρωσικής Εκκλησίας για τη Δυτική Ευρώπη. Έχοντας αρχικά την έδρα τον στο Παρίσι, διέμενε αργότερα στις Βρυξέλλες. Ένα από τα βασικά του μελήματα ήταν να εργαστεί για τη συμφιλίωση των Ρώσων Ορθοδόξων που ήσαν διαιρεμένοι σε τρεις δικαιοδοσίες. Δεν περιοριζόταν όμως στις ποιμαντικές ανάγκες των Ρώσων μεταναστών, αλλά έδειχνε έντονο ενδιαφέρον και για την αποκατάσταση της Ορθοδοξίας στη Δύση, και εκδήλωνε βαθιά ευλάβεια για τους προ του Σχίσματος αγίους της Δύσης, τη λειτουργική μνήμη των όποίων προσπάθησε να επαναφέρει στην Ευρώπη, όπως και στην Κίνα, και εν συνεχεία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο άγιος συνέχιζε να ρυθμίζει τη ζωή του σύμφωνα με τον θείο Νόμο, δίχως να λογαριάζει τις κοινωνικές συμβάσεις, γεγονός που επέσυρε πάνω του την κριτική των μεν, ενώ οι δε έβλεπαν με θαυμασμό στο πρόσωπό του έναν δια Χριστόν σαλό της εποχής μας.

Μια ημέρα ένας Ρωμαιοκαθολικός ιερέας, θέλοντας να βεβαιώσει τους πιστούς του ότι η αγιότητα δεν ήταν επ’ ουδενί ένα πράγμα του παρελθόντος, φώναξε στην ομιλία του: «Να που στους δρόμους του Παρισιού κυκλοφορεί σήμερα ένας άγιος Ιωάννης ο Aνυπόδητος!». Χωρίς να απαρνηθεί τίποτε από την ασκητική πολιτεία του, διάβαζε όλες τις εκκλησιαστικές Ακολουθίες, κατά την ορισμένη ώρα, ακόμη και στις αποβάθρες ενός σταθμού, και τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία, μνημονεύοντας χιλιάδες ονόματα πνευματικών του τέκνων. Επανειλημμένως πιστοί τον είδαν ανυψωμένο από τη γη, και περιβαλλόμενο από φως. Συνήθιζε να λέει: «Η πολλή δουλειά δεν μου επιτρέπει να μην προσεύχομαι», συνοψίζοντας έτσι τον τρόπο με τον οποίο συνέδεε την ασκητική πολιτεία του με το ποιμαντορικό του έργο.

Το 1962 εστάλη επειγόντως στο Σαν Φρανσίσκο για να αποκαταστήσει την ειρήνη στους κόλπους της Ρωσικής κοινότητας, που είχε διαιρεθεί γύρω από το ζήτημα της ανέγερσης Καθεδρικού Ναού. Υπομένοντας αγόγγυστα τις συκοφαντίες, δίχως ποτέ να κρίνει τον άλλο ή να χάνει την εσωτερική ειρήνη του, δέχτηκε ακόμη και να εμφανισθεί, αντίθετα με τους ιερούς Κανόνες, στο αστικό δικαστήριο για να απαντήσει στις κατηγορίες για υπεξαίρεση πόρων που του απέδιδαν. Ήταν μεν αυστηρός σε ό,τι αφορούσε το ήθος των πιστών του και τη διατήρηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως, αλλά μοίραζε αφειδώς την αγάπη του Θεού σε όλους εκείνους που προσέτρεχαν σ’ αυτόν, δείχνοντας πάντα μια πρόσχαρη φροντίδα για τα παιδιά. Έχοντας προβλέψει πολύ πριν την ημέρα της εκδημίας του, εκοιμήθη εν ειρήνη στις 19 Ιουνίου του 1966, στο Σηάτλ, αφού τέλεσε τη Θεία Λειτουργία και προσευχήθηκε επί τρεις ώρες στο Ιερό.

Η κηδεία του στον Καθεδρικό Ναό του Σαν Φρανσίσκο υπήρξε ένας θρίαμβος της συμφιλιωμένης Ορθοδοξίας, ενώ μεταξύ των χιλιάδων πιστών που επί έξι ημέρες προσέρχονταν να προσκυνήσουν το σκήνωμά του, πολλοί ήσαν εκείνοι που παρατήρησαν ότι δεν εμφάνιζε ίχνος φθοράς, και ότι ανέδιδε εξαίσια ευωδία. Έκτοτε, ο μακάριος ιεράρχης έδωσε πολλές φορές μαρτυρία για την ουράνια αρωγή του προς τους πιστούς κάθε δικαιοδοσίας, που τον επικαλούνταν.

ΠΗΓΗ
Συναξαριστής των εκδόσεων Ίνδικτος.