Σύντομη βιογραφία του εν Αγίοις πατρός
Αρχιεπισκόπου Ιωάννη, του Θαυματουργού,
της Σαγκάης και του Σαν Φρανσίσκο.
Εκδόσεις «ΜΥΡΙΟΒΙΒΛΟΣ» Αθήνα 2008
«Αυτός ο άνθρωπος, πού φαίνεται αδύναμος,
στην πραγματικότητα είναι ένα θαύμα ασκητικής σταθερότητας
και αποφασιστικότητας στην εποχή μας
της γενικής πνευματικής εξασθένησης».
Μητροπολίτης Αντώνιος Κραποβίτσκι
«Αν θερμά επιθυμείς να δεις ένα ζωντανό Άγιο,
πήγαινε στο Μπίτολ στον πατέρα Ιωάννη».
Επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Ο Άγιος Ιωάννης γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1896, στο εξοχικό κτήμα των γονιών του, πού ήταν απόγονοι ευγενών, του Μπόρις Ιβάνοβιτς και της Γκλαφίρα Μιχαϊλόβα Μαξίμοβιτς, στη μικρή πόλη Ανταμόβκα της επαρχίας του Κάρκοφ. Στο βάπτισμα έλαβε το όνομα του προς τιμήν του Αγίου Μιχαήλ του Αρχαγγέλου. Οι προγονοί του, από την πλευρά του πατέρα του, ήταν σερβικής καταγωγής. Ένας από τους προγόνους του, ο Άγιος Ιωάννης, Μητροπολίτης του Τομπόλσκ, ήταν ένας ασκητής με άγια ζωή, ένας ιεραπόστολος κι ένας πνευματικός συγγραφέας. Ο Άγιος Ιωάννης του Τομπόλσκ έζησε στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα και ανακηρύχθηκε Άγιος το 1916. Η αγιοποίηση του ήταν η τελευταία πού εορτάστηκε πανηγυρικά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του τσάρου-μάρτυρα Νικολάου.
Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ένα υπάκουο παιδί. Η αδελφή του θυμάται ότι ήταν πολύ εύκολο για τους γονείς του να τον αναθρέψουν. Προβληματιζόμενος για το μέλλον του, κατά τη διάρκεια των νεανικών του χρόνων, δεν μπορούσε να πάρει μία οριστική απόφαση, ως προς ένα επάγγελμα, καθώς ήταν αβέβαιος για το αν θα έπρεπε να αφιερώσει τον εαυτό του στη στρατιωτική ή στη δημόσια υπηρεσία. Ήξερε μόνο ότι τη ζωή του στο μέλλον θα καθοδηγούσε μία ακατανίκητη επιθυμία να υποστηρίξει την Αλήθεια, πού καλλιεργήθηκε μέσα του από τους γονείς του. Εμπνεόταν από τα παραδείγματα εκείνων των ανθρώπων πού έδωσαν τη ζωή τους για την Αλήθεια.
Άρχισε την εκπαίδευση του στη Στρατιωτική Ακαδημία της Πολτάβα, για την οποία ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος θα έλεγε αργότερα, ότι «ήταν συνδεδεμένη με μία από τις ένδοξες σελίδες της ιστορίας της Ρωσίας». Ήταν ένας υποδειγματικός φοιτητής, όμως αντιπαθούσε δύο μαθήματα: τη γυμναστική και τον χορό. Ήταν συμπαθής στην Ακαδημία, όμως παρ' όλα αυτά ένιωσε ότι έπρεπε να διαλέξει ένα διαφορετικό δρόμο. Η ιδέα αυτή καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από την επαφή με τον ευρέως γνωστό διδάσκαλο των Θρησκευτικών στην Ακαδημία, Αρχιερέα Σέργιο Τσετβερίκοφ, συγγραφέα βιβλίων για τον Άγιο Παίσιο Βελιτσκόφσκι και τους Αγίους Γέροντες της Όπτινα, και με τον διευθυντή του τοπικού ιεροδιδασκαλείου, Αρχιμανδρίτη Βαρλαάμ. Η ημέρα πού ο Μιχαήλ Μαξίμοβιτς ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη Στρατιωτική Ακαδημία συνέπεσε με την ημέρα τελετής της εγκαταστάσεως του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου Κραποβίτσκι στην καθέδρα της Μητρόπολης Κάρκοφ. Αυτός ο ξακουστός ιεράρχης και θεολόγος ήταν ο κύριος συνήγορος της αποκατάστασης του Πατριαρχείου στη Ρωσία, μεταγενέστερα ο Μητροπολίτης Κιέβου και Γαλικίας, και τελικά ο πρώτος ιεράρχης της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς. Σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του αυτός ο αρχιερέας ενέπνευσε την προς την Εκκλησία προσανατολισμένη ακαδημαϊκή νεολαία σε όλα τα πνευματικά θέματα, χάρη στο κυριότερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την ειλικρινή αγάπη του γι' αυτούς. Έχοντας ακούσει για τον νεαρό Μιχαήλ Μαξίμοβιτς, για τον όποιο πολλοί μιλούσαν σε εκκλησιαστικούς κύκλους, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος επιθυμούσε να τον συναντήσει. Ήταν στο Κάρκοφ πού ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος έγινε πνευματικός οδηγός του Άγιου Ιωάννη. Αυτή η σχέση συνεχίστηκε σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου.
Στο Κάρκοφ ο Μιχαήλ μπήκε στη Νομική Σχολή, την οποία ολοκλήρωσε το 1918, και υπηρέτησε για μικρό διάστημα στο δικαστήριο του Κάρκοφ κατά την περίοδο πού την Ουκρανία εξουσίαζε ο Κοζάκος αρχηγός Χέτμαν Σκοροπάτσκι. Όμως, η καρδιά του μελλοντικού ιεράρχη ήταν μακριά από αυτό τον κόσμο. Όταν δεν μελετούσε, δαπανούσε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στο πανεπιστήμιο, διαβάζοντας πνευματική λογοτεχνία, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στους Βίους Αγίων. «Ενώ σπούδαζα τις κοσμικές επιστήμες», είπε ο Άγιος κατά την εκλογή του στην Επισκοπή, «πολύ περισσότερο εντρυφούσα στη μελέτη της Επιστήμης των επιστημών, στη σπουδή της πνευματικής ζωής». Επισκεπτόμενος το μοναστήρι, οπού ζούσε ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, ο Μιχαήλ είχε την ευκαιρία να προσεύχεται στον τάφο ενός ασκητή του πρώτου μισού του 18ου αιώνα, του Αρχιεπισκόπου Μελετίου Λεοντίεβιτς, ενός δίκαιου βαθιά τιμημένου, αλλά όχι ακόμα αγιοποιημένου. Την ψυχή του νεαρού Αγίου διαπερνούσε μία δίψα να αποκτήσει τον αληθινό σκοπό και δρόμο της εν Χριστώ ζωής.
Μεγάλη εντύπωση έκανε στον Μιχαήλ ο Επίσκοπος Βαρνάβας (ο μετέπειτα Πατριάρχης της Σερβίας) κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στο Κάρκοφ. Ο νεαρός Σέρβος Επίσκοπος, τον όποιο θερμά υποδέχθηκε ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος, του διηγήθηκε τα βάσανα του σερβικού λαού κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 1917, πριν την Επανάσταση, όταν οι Σέρβοι, πού πολεμούσαν εναντίον της Γερμανίας, της Αυστρίας και της Τουρκίας, δεν είχαν σχεδόν καθόλου έδαφος ελεύθερο από εχθρική κατοχή. Χάρη στην έμπνευση του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου η ανταπόκριση του ρωσικού λαού για ενίσχυση των Σέρβων ήταν ομόθυμη. Σ' αυτό το παράδειγμα ο Μιχαήλ αναγνώρισε την παγκόσμια σημασία της Εκκλησίας και το καθήκον ενός Επισκόπου να ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων των Ορθόδοξων λαών. Με τη σειρά του ο Επίσκοπος Βαρνάβας, μόλις έγινε Πατριάρχης, ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος και εξυπηρετικός προς την Ιεραρχία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς.
Η Ρωσική Επανάσταση ανάγκασε την οικογένεια Μαξίμοβιτς να εγκαταλείψει εσπευσμένα την πατρίδα της και να προσφύγει στη Γιουγκοσλαβία, όπου ο Μιχαήλ μπορούσε να ξεκινήσει τις θεολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αγίου Σάββα, τις όποιες ολοκλήρωσε αργότερα, το 1925. Κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους, ο Μιχαήλ χειροθετήθηκε αναγνώστης στο Βελιγράδι από τον Μητροπολίτη Αντώνιο, ο όποιος επίσης τον έκειρε μοναχό το 1926 στο Μοναστήρι Μίλκοβο, δίνοντας του το όνομα Ιωάννης, προς τιμήν του μακρινού του συγγενή, του πρόσφατα ανακηρυχθέντος Αγίου Ιωάννη του Τομπόλσκ. Σύντομα, μετά απ' αυτό, χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος. Στην εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, ο νεαρός καλόγερος έγινε ιερομόναχος. Κατά τη διάρκεια των χρόνων αυτών ήταν διδάσκαλος των Θρησκευτικών στο σερβικό κρατικό Γυμνάσιο και το 1929 έγινε διδάσκαλος στο σερβικό 'Ιεροδιδασκαλείο του Αγίου Αποστόλου Ιωάννη του Θεολόγου στην πόλη Μπίτολ, πού ήταν τμήμα της Επισκοπής Αχρίδος.
Στο Μπίτολ ο Άγιος Ιωάννης κέρδισε την αγάπη των φοιτητών του και ήταν εδώ που οι πνευματικοί του αγώνες έγιναν γνωστοί σ' εκείνους πού ήταν γύρω του. Ο Άγιος Ιωάννης προσευχόταν συνεχώς, τελούσε τη Θεία Λειτουργία καθημερινά η παρακολουθούσε τη Λειτουργία και μετείχε των του Χριστού Αγίων Μυστηρίων, νήστευε αυστηρά και συνήθως έτρωγε μία φορά την ήμερα, αργά το απόγευμα. Με πατρική αγάπη ο Άγιος ενστάλαξε στους σπουδαστές του ιεροδιδασκαλείου υψηλά πνευματικά ιδανικά. Ήταν οι πρώτοι πού ανακάλυψαν το μεγάλο ασκητικό του ανάστημα, προσέχοντας πώς ο Άγιος ποτέ δεν ξάπλωνε να κοιμηθεί και όταν τον έπαιρνε για λίγο ο ύπνος, ήταν μόνο από πλήρη εξάντληση και συχνά κατά τη διάρκεια προσκύνησης στη γωνία κάτω από τις εικόνες. Ο Επίσκοπος Νικόλαος Βελιμίροβιτς εκτιμούσε και αγαπούσε τον νεαρό Ιερομόναχο Ιωάννη. Μία φορά, αφήνοντας το ιεροδιδασκαλείο, στράφηκε σε μία μικρή ομάδα ιεροσπουδαστών και είπε: «Παιδιά, να ακούτε τον πατέρα Ιωάννη. Είναι ένας άγγελος του Θεού με τη μορφή ενός ανθρώπου». Οι ίδιοι οι ιεροσπουδαστές ήταν πεπεισμένοι πώς ο Άγιος Ιωάννης αληθινά ζούσε μία αγγελική ζωή.
Η υπομονή και η ταπεινοφροσύνη του ήταν όμοιες με την υπομονή και την ταπεινοφροσύνη των μεγάλων ασκητών και κατοίκων της ερήμου. Ξαναζούσε τα γεγονότα του Άγιου Ευαγγελίου, σαν να ελάμβαναν χώρα μπροστά στα μάτια του. Πάντα ήξερε σε ποιο κεφάλαιο μπορούσε να βρει ένα γεγονός και, όταν χρειαζόταν, πάντα μπορούσε να παραθέσει ένα ορισμένο εδάφιο. Γνώριζε τον χαρακτήρα και λεπτομέρειες για κάθε σπουδαστή, έτσι ώστε ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εκτιμήσει τι ήξερε ή δεν ήξερε ένας σπουδαστής. Ο Άγιος Ιωάννης είχε ένα ιδιαίτερο χάρισμα από τον Θεό, μία ασυνήθιστα καλή μνήμη. Συνεπώς, τέτοιες αξιολογήσεις των σπουδαστών του μπορούσαν να γίνουν χωρίς καθόλου να ανατρέχει σε προηγούμενα αρχεία ή σημειώσεις. Αμοιβαία αγάπη συνέδεε τον Άγιο Ιωάννη και τους ιεροσπουδαστές. Γι' αυτούς ήταν η ενσάρκωση όλων των χριστιανικών αρετών. Δεν έβλεπαν κανένα ελάττωμα σ' αυτόν, ούτε καν στην ομιλία του (ο Άγιος Ιωάννης είχε ένα ελαφρό τραύλισμα). Δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, προσωπικό ή κοινωνικό, πού να μην μπορούσε να το λύσει άμεσα.
Δεν υπήρχε ούτε μία ερώτηση για την οποία δεν μπορούσε να βρει μία απάντηση. Η απάντηση του ήταν πάντα μεστή, σαφής, ολοκληρωμένη και πλήρης, γιατί ήταν ένας αληθινά μορφωμένος άνθρωπος. Η μόρφωση του, η «σοφία» του, βασιζόταν στο πιο σταθερό θεμέλιο, στον «φόβο του Θεού». Ο Άγιος προσευχόταν με θέρμη για τους ιεροσπουδαστές του. Κάθε βράδυ θα έκανε τη βόλτα του, ελέγχοντας τον καθένα, τακτοποιώντας το μαξιλάρι του ενός, την κουβέρτα του άλλου. Φεύγοντας από το δωμάτιο ευλογούσε τους ειρηνικά κοιμώμενους με το σημείο του σταυρού.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εβδομάδας της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο Άγιος Ιωάννης δεν έτρωγε τίποτα περισσότερο από ένα πρόσφορο την ήμερα· το ίδιο και κατά τη διάρκεια της εβδομάδας των Παθών. Όταν έφτανε το Μεγάλο Σάββατο το σώμα του ήταν εντελώς εξαντλημένο. Όμως, την ημέρα της Αγίας Αναστάσεως του Κυρίου ξαναζωντάνευε και η δύναμη του επέστρεφε. Στον πασχαλινό Όρθρο θριαμβευτικά αναφωνούσε «Χριστός Ανέστη!», σαν ο Χριστός να αναστήθηκε ειδικά εκείνη την αγία νύχτα. Το πρόσωπο του έλαμπε. Η πασχαλινή χαρά πού ο Άγιος ακτινοβολούσε μεταδιδόταν στον καθένα μέσα στην εκκλησία. Οποιοσδήποτε βρέθηκε στην εκκλησία με τον Άγιο Ιωάννη το Πάσχα ζούσε αυτή την εμπειρία.
Το 1934 η Σύνοδος των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας της Διασποράς αποφάσισε να αναβιβάσει τον Άγιο Ιωάννη στον βαθμό του επισκόπου και να τον ορίσει στη Σανγκάη ως εφημέριο Επίσκοπο της Επισκοπής της Κίνας. Όσο για τον ίδιο τον Άγιο Ιωάννη, τίποτε δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από τις προθέσεις του,
γεγονός πού φαίνεται από μία αφήγηση μιας γνωστής του από τη Γιουγκοσλαβία. Μία φορά, όταν τον συνάντησε στο τραμ, τον ρώτησε τι τον είχε φέρει στο Βελιγράδι. Αυτός απάντησε ότι ήρθε στο Βελιγράδι επειδή από λάθος είχε δεχτεί μία ειδοποίηση στη θέση ενός άλλου Ιερομόναχου Ιωάννη, ο όποιος επρόκειτο να γίνει επίσκοπος. Όταν τον είδε ξανά την επόμενη μέρα, της είπε πώς το λάθος ήταν χειρότερο απ' ό,τι είχε υποθέσει, επειδή αποδείχτηκε ότι είχαν αποφασίσει να τον χειροτονήσουν επίσκοπο. Όταν έφερε αντίρρηση, επισημαίνοντας τον τραυλισμό του, του είπαν πώς ο προφήτης Μωϋσής είχε την ίδια δυσκολία. Η χειροτονία έγινε στις 28 Μαΐου 1934. Ο Άγιος Ιωάννης ήταν ο τελευταίος επίσκοπος πού χειροτονήθηκε από τον Μητροπολίτη Αντώνιο.
Ο νεαρός επίσκοπος έφτασε στη Σανγκάη από τη Σερβία στις 21 Νοεμβρίου 1935, εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου. Πολλοί άνθρωποι είχαν συγκεντρωθεί στην αποβάθρα για να προϋπαντήσουν τον νέο τους αρχιερέα, πού ανέλαβε μ' όλη του την καρδιά τις ευθύνες του και σύντομα καθιερώθηκε ως μορφή στην πόλη της Σανγκάης. Τον περίμεναν η αποπεράτωση ενός μεγάλου Καθεδρικού Ναού, καθώς και η επίλυση μιας υπάρχουσας διαμάχης δικαιοδοσιών. Ο Άγιος Ιωάννης γρήγορα διευθέτησε αυτήν τη διαμάχη και με το πέρασμα του χρόνου εδραίωσε σχέσεις με τους Σέρβους, Έλληνες και Ουκρανούς της Επισκοπής του. Ο Άγιος αποπεράτωσε την κατασκευή του πελώριου Καθεδρικού Ναού προς τιμήν της Εικόνας της Μητέρας του Θεού «Εγγυήτρια των Αμαρτωλών» και μιας τριώροφης κατοικίας μ' ένα κωδωνοστάσιο. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε στην πνευματική μόρφωση των παιδιών. Ο ίδιος προσωπικά δίδασκε τον Νόμο του Θεού στις ανώτερες τάξεις του Εμπορικού Ιδρύματος και πάντα παρακολουθούσε τις εξετάσεις για τα θρησκευτικά μαθήματα σ' όλα τα σχολεία της Σανγκάης. Ήταν ο εμπνευστής και ο οδηγός στην ανέγερση εκκλησιών, ενός νοσοκομείου, ενός ασύλου για τους διανοητικά ασθενείς, ενός ορφανοτροφείου, ενός γηροκομείου, μιας κοινοτικής αίθουσας τραπεζαρίας - με λίγα λόγια, όλων των κοινωνικών δραστηριοτήτων της ρωσικής Σανγκάης. Ο Άγιος ήταν ενωμένος με το ποίμνιο του. Συμμετείχε άμεσα στο έργο όλων ουσιαστικά των οργανώσεων των μεταναστών.
Ωστόσο, ενώ συμμετείχε ενεργά σε τόσο ευρύ φάσμα κοινωνικών υποθέσεων, ήταν ξένος προς τον κόσμο. Από την πρώτη ήμερα της άφιξης του στη Σανγκάη, ο Άγιος, όπως και πριν, τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία. Όπου και αν βρισκόταν, ήταν πάντοτε παρών στις Λειτουργίες.
Μία φορά, ως αποτέλεσμα της συνεχούς ορθοστασίας του, το πόδι του Αγίου πρήστηκε σοβαρά και μία ομάδα ιατρών, φοβούμενη γάγγραινα, διέταξε άμεση νοσοκομειακή περίθαλψη. Ο Άγιος αρνήθηκε. Ύστερα από αυτό, οι Ρώσοι γιατροί ενημέρωσαν το Ενοριακό Συμβούλιο ότι δεν μπορούσαν να αναλάβουν καμία ευθύνη για την υγεία, ακόμη και για τη ζωή του ασθενή. Τα μέλη του Ενοριακού Συμβουλίου, μετά από έντονες παρακλήσεις, ακόμη και απειλές, να τον εισαγάγουν σε νοσοκομείο με τη βία, ανάγκασαν τον Άγιο να συμφωνήσει και έτσι τον έστειλαν στο νοσοκομείο. Το ίδιο απόγευμα, ωστόσο, έφυγε από το νοσοκομείο μόνος του και στις έξι τελούσε ολονύκτια αγρυπνία, όπως συνήθως.
Τελούσε όλες τις καθημερινές ακολουθίες πλήρως και χωρίς περικοπές, έτσι ώστε στην τελευταία ακολουθία της ημέρας να διαβάζονται πέντε ή και περισσότεροι κανόνες προκειμένου να τιμηθούν όλοι οι Άγιοι. Ο Άγιος δεν επέτρεπε περιττές κουβέντες στο Ιερό και ο ίδιος προσωπικά εξασφάλιζε πώς οι βοηθοί του ιερέα συμπεριφέρονταν όπως θα έπρεπε, συντάσσοντας γι' αυτούς έναν κανόνα συμπεριφοράς, στον όποιο αυστηρά, αλλά και στοργικά, απαιτούσε προσκόλληση. Μετά τη Λειτουργία ο Άγιος Ιωάννης παρέμενε στο Ιερό για δύο ή τρεις ώρες, γεγονός πού σχετίζεται μ' ένα σχόλιο του κάποτε: «πόσο δύσκολο είναι να αποσπάσει κανείς βίαια τον εαυτό του από την προσευχή και να επιστρέψει στις κοσμικές υποθέσεις!». Τη νύχτα παρέμενε άγρυπνος αντί να κοιμάται. Ποτέ δεν πήγαινε «επίσκεψη» κάπου ειδικά, αντίθετα θα εμφανιζόταν απρόσμενα σ' εκείνους πού είχαν ανάγκη, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες και στις πλέον ασυνήθιστες ώρες. Καθημερινά επισκεπτόταν με τα Τίμια Δώρα τους αρρώστους. Συχνά τον έβλεπαν, ενώ η ώρα ήταν περασμένη και ο καιρός δριμύς, να περπατά στους δρόμους της Σανγκάης με την επισκοπική του ράβδο στο χέρι και τα ράσα του να ανεμίζουν. Όταν τον ρωτούσαν πού πήγαινε με τέτοιο καιρό, ο Άγιος απαντούσε «όχι πολύ μακριά· είναι ανάγκη να επισκεφτώ τον τάδε»· και όταν τον συνόδευαν σ' εκείνο το μέρος, το «όχι πολύ μακριά» ήταν συχνά δύο ή τρία χιλιόμετρα.
«Όταν ενδιαφέρεται κάποιος για τη σωτηρία των ψυχών των ανθρώπων», έλεγε ο Άγιος, «πρέπει να θυμάται ότι οι άνθρωποι έχουν και σωματικές ανάγκες, πού κραυγαλέα διακηρύσσουν την παρουσία τους. Δεν μπορεί κάποιος να κηρύσσει το Ευαγγέλιο, χωρίς να επιδεικνύει αγάπη στις πράξεις του». Μία εκδήλωση τέτοιας έμπρακτης αγάπης από τον Άγιο Ιωάννη ήταν η ίδρυση του Ορφανοτροφείου του Αγίου Τύχωνα του Ζαντόνσκ για ορφανά και παιδιά απόρων γονέων. Συγκέντρωσε μερικές γυναίκες και με τη βοήθεια τους ξεκίνησε με οκτώ μικρά παιδιά και οργάνωσε ένα ορφανοτροφείο, το όποιο έδωσε καταφύγιο σε πολλές εκατοντάδες παιδιά στη δεκαπενταετή λειτουργία του στη Σανγκάη. Ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος μάζεψε άρρωστα και πεινασμένα παιδιά από τους δρόμους και από τα σκοτεινά σοκάκια της Σανγκάης. Μία φορά έφερε στο ορφανοτροφείο ένα μικρό κορίτσι, αφού το «αγόρασε» από έναν Κινέζο για ένα μπουκάλι βότκα.
Οι ενορίτες της Επισκοπής της Σανγκάης έτρεφαν βαθιά αισθήματα αγάπης και σεβασμού για τον αρχιερέα τους, όπως αποδεικνύεται από τα ακόλουθα αποσπάσματα μιας επιστολής τους προς τον Μητροπολίτη Μελέτιο το 1943:
«Εμείς, άνθρωποι του κόσμου, λαϊκοί, δεν μπορούμε να αγγίξουμε το εύρος των γνώσεων του (του Άγιου Ιωάννη) ατή θεολογία, την πολυμάθεια του, τα κηρύγματα του τα βαθιά διαποτισμένα από αποστολική πίστη, πού σχεδόν καθημερινά εκφωνούνταν και συχνά τυπώνονταν. Εμείς, οι άνθρωποι της Σανγκάης, θα μιλήσουμε γι' αυτό πού βλέπουμε και αισθανόμαστε στην πολυφυλετική πόλη μας από την ήμερα της άφιξης του επισκόπου μας, αυτό πού βλέπουμε με τα αμαρτωλά μάτια μας και πού αισθανόμαστε με τη χριστιανική μας καρδιά.
Από την ήμερα της άφιξης του, το θλιβερό φαινόμενο της διαίρεσης των εκκλησιών σταμάτησε. Το Ορφανοτροφείο του Αγίου Τύχωνα του Ζαντόνσκ, πού σήμερα τρέφει, ντύνει και μορφώνει 200 παιδιά, οικοδομήθηκε από το τίποτα. Σταδιακά οι συνθήκες του πτωχοκομείου, στο όνομα του Αγίου Φιλάρετου του Ελεήμονος, βελτιώθηκαν. Οι άρρωστοι σ' όλα τα νοσοκομεία της Σανγκάης δέχονται επισκέψεις από ιερείς, τους μεταδίδονται τα Άγια Μυστήρια τακτικά και σε περίπτωση θανάτου, ακόμη κι οι άστεγοι θάβονται με μία αξιοπρεπή κηδεία. Τους διανοητικά ασθενείς, πού βρίσκονται σ' ένα νοσοκομείο μακριά από την πόλη, τους επισκέπτεται ο ίδιος προσωπικά. Οι φυλακισμένοι στις φυλακές της "Αποικίας" και της Γαλλικής Ζώνης έχουν τη δυνατότητα να προσευχηθούν στον τόπο της φυλάκισης τους, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και να λάβουν τη Θεία Κοινωνία μηνιαίως. Στρέφει σοβαρά την προσοχή του στην ανατροφή και τη μόρφωση των νέων μ' ένα αυστηρά ορθόδοξο και πατριωτικό πνεύμα. Σε πολλά, μη ρωσικά, σχολεία τα παιδιά μας τώρα διδάσκονται τον Νόμο του Θεού. Κατά τη διάρκεια όλων των δύσκολων στιγμών της ζωής της κοινότητας μας τον βλέπουμε προπορευόμενο να προστατεύει εμάς και τις παραδοσιακές ρωσικές ηθικές μας αρχές στο έπακρο. Όλες οι σεκταριστικές οργανώσεις και οι ετερόδοξες Ομολογίες τώρα αντιλαμβάνονται ότι είναι πολύ δύσκολο να πολεμήσουν έναν τέτοιο στυλοβάτη της Ορθόδοξης πίστης. Ο Επίσκοπος μας ακούραστα επισκέπτεται εκκλησίες, νοσοκομεία, σχολεία, φυλακές, δημόσιους και στρατιωτικούς οργανισμούς, κομίζοντας πάντα καθησυχασμό και πίστη. Από την ήμερα της άφιξης του ούτε ένας αδύναμος άνθρωπος δεν έμεινε χωρίς την προσευχή και την προσωπική του επίσκεψη. Από τις προσευχές του Φωτιστή μας πολλοί έλαβαν ανακούφιση και υγεία. Αυτός, σαν λαμπάδα, φωτίζει την άμαρτωλότητά μας, σαν καμπάνα πού χτυπά αφυπνίζει τη συνείδηση μας και καλεί τις ψυχές μας στον χριστιανικό αγώνα. Ως καλός ποιμένας μας καλεί, ώστε και για
μία στιγμή να αποσπαστούμε από τα επίγεια και την υλική φθορά και να σηκώσουμε ψηλά τα μάτια μας στον ουρανό, απ' όπου έρχεται η βοήθεια μας. Αυτός είναι εκείνος πού, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου, είναι ένα παράδειγμα: «εν λόγω, εν αναστροφή, έν αγάπη, έν πνεύματι, εν πίστη, εν αγνεία» (Προς Τιμόθεον Α' 4:12)».
Το ποίμνιο του δεν έκανε λάθος, εκτιμώντας τόσο πολύ την αξία του έργου του ιεράρχη του. Οι άνθρωποι πράγματι ένιωθαν σ' αυτόν μία ετοιμότητα «να θυσιάσει τη ζωή του» για το ποίμνιο. Κατά τη διάρκεια της ιαπωνικής κατοχής, όταν δύο πρόεδροι της Ρωσικής Επιτροπής Μετανάστευσης σκοτώθηκαν διαδοχικά και φόβος κατέλαβε τη ρωσική παροικία, ο Άγιος Ιωάννης, παρόλο τον αναμφισβήτητο κίνδυνο για τον ίδιο, ανακήρυξε τον εαυτό του προσωρινό αρχηγό της ρωσικής αποικίας.
Μετά την κοίμηση του Μητροπολίτη Μελετίου και το τέλος του πολέμου το 1945, όλο και περισσότερη πίεση ασκούνταν στον ρωσικό απόδημο κλήρο από το Πατριαρχείο της Μόσχας, με σκοπό να υπαχθεί στον νέο Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Α'. Αυτός ήταν ο διάδοχος του Πατριάρχη Σεργίου, ο όποιος το 1927 εξέδωσε διακήρυξη, δεσμεύοντας την Εκκλησία σε συνεργασία με τις σοβιετικές αρχές. Στην Άπω Ανατολή όλοι σχεδόν οι ιεράρχες υποτάχθηκαν στον νεοεκλεγμένο Πατριάρχη. Ο Άγιος Ιωάννης, αρνούμενος ο ίδιος να υποταχθεί, δέχθηκε υπερβολικά μεγάλη πίεση και απειλές από τον προϊστάμενο επίσκοπο του, Αρχιεπίσκοπο Βίκτωρα. Η απάντηση του Άγιου σ' αυτές τις απειλές ήταν απλή: «υπόκειμαι στη Σύνοδο του Εξωτερικού και θα πορευτώ στον δρόμο πού αύτη μου καθορίζει».
Μετά από μία μεγάλη καθυστέρηση, πού οφειλόταν στον πόλεμο, έφτασε από τη Σύνοδο των Επισκόπων μία εντολή, πού αναβίβαζε τον Επίσκοπο Ιωάννη σε Αρχιεπίσκοπο, με απευθείας υπαγωγή στη Σύνοδο. Η κινεζική εθνική κυβέρνηση και οι αρχές της πόλης αναγνώριζαν τον Άγιο Ιωάννη ως τη μόνη κεφαλή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Κίνα.
Η θαυματουργική δύναμη κι η προορατική ικανότητα του Άγιου Ιωάννη ήταν ευρέως γνωστή στη Σανγκάη. Μία φορά, στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, ο Άγιος Ιωάννης ήρθε στο εβραϊκό νοσοκομείο για να επισκεφτεί ορθόδοξους ασθενείς εκεί. Διερχόμενος ένα θάλαμο σταμάτησε μπροστά σ' ένα παραβάν πού έκρυβε το κρεβάτι, οπού ήταν ξαπλωμένη και πέθαινε μία ηλικιωμένη Εβραία γυναίκα. Δίπλα της τα μέλη της οικογένειας της περίμεναν τον θάνατο της. Ο Άγιος ύψωσε ένα σταυρό πάνω από το παραβάν και δυνατά αναφώνησε: «Χριστός Ανέστη!». Τη στιγμή εκείνη η ετοιμοθάνατη γυναίκα ανέκτησε τις αισθήσεις της και ζήτησε νερό. Ο Άγιος πλησίασε τη νοσοκόμα και είπε «η ασθενής θέλει να πιει». Το ιατρικό προσωπικό ήταν κατάπληκτο από την αλλαγή πού είχε συντελεστεί σε κάποιον πού μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα πέθαινε. Σύντομα η γυναίκα ανάρρωσε και της δόθηκε εξιτήριο από το νοσοκομείο. Τέτοια περιστατικά ήταν πολυάριθμα.
Συνέβη να καλέσουν επειγόντως τον Άγιο Ιωάννη να κοινωνήσει έναν άνθρωπο ετοιμοθάνατο στο νοσοκομείο. Ο Άγιος πήρε τα Τίμια Δώρα και κατευθύνθηκε προς τα εκεί, συνοδευόμενος από έναν άλλο κληρικό. Όταν έφτασαν είδαν ένα νεαρό άνδρα, περίπου στην ηλικία των 20 χρόνων, να παίζει φυσαρμόνικα. Είχε ήδη αναρρώσει και επρόκειτο να βγει από το νοσοκομείο σύντομα. Ο Άγιος τον κάλεσε λέγοντας «θέλω να σε κοινωνήσω τώρα αμέσως». Ο νέος άνδρας τον πλησίασε αμέσως, εξομολογήθηκε και δέχθηκε τη θεία Κοινωνία. Ο κατάπληκτος κληρικός ρώτησε τον Άγιο Ιωάννη γιατί δεν πήγε στον ετοιμοθάνατο, αλλά καθυστέρησε μ' ένα φανερά υγιή νέο άνδρα. Ο Άγιος απάντησε απλά: «αυτός θα πεθάνει απόψε, ενώ ο άλλος πού είναι σοβαρά άρρωστος θα ζήσει ακόμα πολλά χρόνια». Και έτσι ακριβώς έγινε. Ο Κύριος επέδειξε παρόμοια θαύματα στην Ευρώπη και την Αμερική μέσω του Αγίου Του.
Στο τέλος της δεκαετίας του 1940, καθώς οι κομμουνιστές ανήλθαν στην εξουσία, οι Ρώσοι στην Κίνα εξαναγκάστηκαν και πάλι σε φυγή, κυρίως μέσω των νήσων των Φιλιππίνων. Το 1949 περίπου 5.000 πρόσφυγες από την Κίνα βρίσκονταν σε μία κατασκήνωση του Διεθνούς Οργανισμού για τους Πρόσφυγες στο νησί Τουμπάμπαο. Ζούσαν εκεί σε σκηνές κάτω από τις πιο πρωτόγονες συνθήκες. Όλα τα παιδιά του ορφανοτροφείου μεταφέρθηκαν εκεί, όπως και οι ηλικιωμένοι και οι ασθενείς. Ζούσαν κάτω από τη συνεχή απειλή σφοδρών θυελλών, αφού το νησί βρίσκεται στον δρόμο εποχιακών τυφώνων, πού περνούν απ' αυτό το σημείο του Ειρηνικού Ωκεανού. Κατά τη διάρκεια της εικοσιεπτάμηνης λειτουργίας της ρωσικής κατασκήνωσης, μόνο μία φορά απειλήθηκε το νησί από έναν τυφώνα, πού ωστόσο άλλαξε την πορεία του και πέρασε γύρω από το νησί. Κάθε βράδυ ο Άγιος περπατούσε γύρω από ολόκληρη την κατασκήνωση, ευλογώντας την με το σημείο του σταυρού και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν αναχωρήσει πια για διάφορες χώρες και η κατασκήνωση είχε σχεδόν τελείως εκκενωθεί, ένας σφοδρός τυφώνας σάρωσε την κατασκήνωση και την ισοπέδωσε.
Παραπάνω από μία φορά ο Άγιος Ιωάννης χρειάστηκε να παρουσιαστεί ενώπιον αντιπροσώπων της πολιτικής εξουσίας για να μεσολαβήσει υπέρ των αναγκών των Ρώσων προσφύγων. Συνέστησαν στον Άγιο Ιωάννη να υποβάλει ο ίδιος προσωπικά την αίτηση στην Ουάσινγκτον, για να επιτραπεί να έλθουν στην Αμερική. Ταξίδεψε στην Ουάσιγκτον και, παρ' όλα τα ανθρώπινα εμπόδια, πέτυχε να αλλάξουν οι μεταναστευτικοί νόμοι και η έξοδος του ποιμνίου του πραγματοποιήθηκε.
Το 1951 ανατέθηκε στον Άγιο Ιωάννη η επιστασία της Δυτικοευρωπαϊκής Επισκοπής. Αρχικά διοικούσε την Επισκοπή από το Παρίσι και αργότερα από τις Βρυξέλλες. Συνεχώς ταξίδευε σε ολόκληρη την Ευρώπη, τελώντας τη Θεία Λειτουργία στα γαλλικά και ολλανδικά και, όπως πριν, στα ελληνικά, κινεζικά και, αργότερα, στα αγγλικά. Στο Παρίσι γράφτηκε γι' αυτόν το εξής: «Ζει πέρα από το δικό μας επίπεδο (ύπαρξης). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πώς σε μία από τις καθολικές εκκλησίες ένας ιερέας, απευθυνόμενος στους νέους, είπε: "Ζητάτε αποδείξεις. Λέτε ότι πια δεν υπάρχουν ούτε θαύματα, ούτε Άγιοι. Γιατί χρειάζεστε θεωρητικές αποδείξεις, όταν ένας ζωντανός Άγιος περπατά στους δρόμους του Παρισιού, ο Άγιος Ιωάννης ο Ανυπόδητος!"».
Όσο ήταν στην Ευρώπη, ο Άγιος Ιωάννης συνέλεξε πληροφορίες για έναν αριθμό αρχαίων Αγίων πού τους τιμούσαν στη Δύση, λησμονημένους όμως στην Ανατολή. Με σύσταση του, η τιμή της μνήμης τους αποκαταστάθηκε και τα ονόματα τους συγκαταλέγησαν στο Ημερολόγιο της Εκκλησίας.
Η πνευματικότητα του Αγίου Ιωάννη, η γλωσσομάθεια του και, πάνω απ' όλα, το παράδειγμα του προσέλκυσαν πολλούς Γάλλους, Ολλανδούς και άλλους Ευρωπαίους στην Ορθοδοξία. Τέτοια ήταν η ιεραποστολική σημασία της παραμονής του στην Ευρώπη.
Το φθινόπωρο του 1962 ο Άγιος Ιωάννης έφτασε στην τελευταία του επισκοπική έδρα - και πάλι, όπως ακριβώς πριν από πολλά χρόνια στην πρώτη του Επισκοπή, στην εορτή των Εισοδίων της Υπεραγίας Θεοτόκου. Στην αρχή ήρθε να βοηθήσει τον ηλικιωμένο και ασθενή γέροντα Αρχιεπίσκοπο Τύχωνα και μετά την κοίμηση του (17/30 Μαρτίου 1963) ο Άγιος Ιωάννης έγινε διοικών Αρχιεπίσκοπος της Δυτικής Αμερικής και του Σάν Φρανσίσκο. Ξανά ο Άγιος, όταν έφτασε, βρήκε μία ημιτελή εκκλησία, αφιερωμένη στη μνήμη της Μητέρας του Θεού και για ακόμη μία φορά, όπως στην Κίνα, την Εκκλησία να σπαράσσεται από διχόνοια.
Πρώτη προτεραιότητα του Αγίου Ιωάννη ήταν να συνεχίσει και να ολοκληρώσει την κατασκευή του νέου Επισκοπικού Καθεδρικού Ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, «Χαρά Πάντων των Θλιβομένων», πού είχε εντελώς σταματήσει λόγω έλλειψης κεφαλαίων και έντονων φιλονικιών σχετικά με την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, πού παρέλυε την εκκλησιαστική κοινότητα. Ο Κύριος φιλεύσπλαχνα βοήθησε σ' αυτό τον Άγιο Του, πού πολύ υπέφερε απ' αυτήν τη διαμάχη και όμως συνέχιζε με προσευχή και με άοκνη επίβλεψη της κατασκευής να εμπνέει τον καθένα να προσφέρει και να εργάζεται.
Ο Άγιος Ιωάννης υπέφερε πολλά εκείνη την περίοδο, ακόμα και την υποχρέωση να εμφανιστεί σ' ένα αμερικανικό πολιτικό δικαστήριο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν γεμάτα από την πίκρα της συκοφαντίας και των διωγμών. Μερικές φορές ο Άγιος Ιωάννης προκαλούσε φθόνο, δυσμενείς κριτικές ή δυσφορία στους ανθρώπους, όταν τους φερόταν αυστηρά, εμμένοντας στους εκκλησιαστικούς κανόνες. Εκείνη την εποχή κάποιος ρώτησε ποιος ήταν ο υπεύθυνος για τη διαίρεση στην Εκκλησία. Ο Άγιος απάντησε απλά: «ο Διάβολος».
Το 1964 η κατασκευή του μεγαλύτερου ναού της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς στην Αμερική, κοσμημένου με πέντε χρυσούς τρούλους, είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί. Η ύψωση των υπέροχων σταυρών, το μεγαλείο των οποίων είναι ορατό όταν πλέει κανείς στον κόλπο του Σάν Φρανσίσκο, έγινε με επίσημη πομπή (πάνω από ένα μίλι) με πλήθος ανθρώπων να συμμετέχουν. Η λιτανεία παρά λίγο να ματαιωθεί εξαιτίας της δυνατής βροχόπτωσης, όμως ο Άγιος, χωρίς κανένα δισταγμό, ηγήθηκε της πομπής με ύμνους, μέσα στους βρεγμένους δρόμους της πόλης. Μόλις ξεκίνησε η πομπή, η βροχή σταμάτησε. Οι σταυροί ευλογήθηκαν μπροστά στον νέο Καθεδρικό Ναό και, όταν ο κύριος σταυρός υψώθηκε, ο ήλιος πρόβαλε και ένα περιστέρι βρέθηκε (τυχαία!) πάνω στο ζωηρά λαμπερό σύμβολο του Χρίστου. Ο ορατός θρίαμβος της ανύψωσης Ορθόδοξων σταυρών, πού λάμπουν στους λόφους της σύγχρονης Βαβυλώνας, όπου ο σατανισμός πρεσβεύεται ανοιχτά, ήταν η κορυφαία νίκη της ζωής του Αγίου στη γη.
Ενώ συνόδευε την προερχόμενη από το Κούρσκ θαυματουργική Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Σηάτλ, ο Άγιος Ιωάννης, αφού τέλεσε Θεία Λειτουργία εκεί, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου, παρέμεινε στην Αγία Τράπεζα για τρεις ώρες. Ήταν η 19η Ίουνίου/2η Ιουλίου 1966. Έπειτα, αφού επισκέφτηκε μερικά από τα πνευματικά του παιδιά, πού κατοικούσαν κοντά στον Καθεδρικό Ναό, με τη θαυματουργή εικόνα, πέρασε σε ένα δωμάτιο στην εκκλησιαστική κατοικία, όπου διέμενε.
Ξαφνικά, εκείνοι πού συνόδευαν τον αρχιερέα άκουσαν τον θόρυβο κάποιου πού πέφτει στο πάτωμα. Όταν, τρέχοντας, ανέβηκαν τις σκάλες, τον βρήκαν ξαπλωμένο στο πάτωμα και ήδη να αναχωρεί από αυτό τον κόσμο. Τον κάθισαν σε μία πολυθρόνα μπροστά στη θαυματουργή εικόνα και ο Άγιος ειρηνικά αναπαύτηκε εν Κυρίω. Εκείνη τη στιγμή ο εξαιρετικά δύσκολος αγώνας να στερεί τον εαυτό του από ξεκούραση και ύπνο τελείωσε. Τον ξάπλωσαν σ' ένα κρεβάτι πού υπήρχε στο δωμάτιο -μία ευλογημένη κλίνη-δίνοντάς του ανάπαυση και ύπνο μετά από 40 χρόνια εγκράτειας. «Αναπαύσου, κοιμήσου τώρα εν ειρήνη», αναφώνησε ο Αρχιεπίσκοπος Αβέρκιος των Συρακουσών και της Αγίας Τριάδος πού τον αγαπούσε με θέρμη. Στο τέλος της ομιλίας του κατά τη διάρκεια της κηδείας είπε: «Αναπαύσου τώρα εν ειρήνη, ω αγαπητέ μας, αγαπημένε μας Αρχιεπίσκοπε.
Ξεκουράσου από τα ενάρετα έργα και τους αγώνες σου. Αναπαύσου εν ειρήνη μέχρι την Κοινή Ανάσταση». Η επίσημη κηδεία του Αγίου Ιωάννη έγινε στις 24 Ιουνίου/7 Ιουλίου 1966 στον Καθεδρικό Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, «Χαρά Πάντων των Θλιβομένων», στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο. Η κηδεία άρχισε στις 6 μ.μ και τελείωσε μετά την 1 π.μ., από το πλήθος των ανθρώπων πού ήρθαν να αποχαιρετήσουν τον αρχιερέα τους πού αναπαύτηκε. Ο Μητροπολίτης Φιλάρετος προέστη στην κηδεία σε συγχοροστασία με τους Αρχιεπισκόπους Λεόντιο και Αβέρκιο, τους Επισκόπους Σάββα και Νεκτάριο και πλήθος κληρικών.
Η ατμόσφαιρα της κηδείας ήταν έντονα πένθιμη και εξυψωτικά κατανυκτική. Κανείς απ' όσους παρευρέθηκαν δεν θα την ξεχάσει ποτέ. Παρ' όλη τη βαθιά λύπη των αναρίθμητων θαυμαστών του Αγίου Ιωάννη, κυριάρχησε ένα είδος ξεχωριστής χαράς, πού περιέβαλε όλους τους πιστούς.
Το σώμα του Αγίου Ιωάννη παρέμεινε σ' ένα ανοιχτό φέρετρο στον Καθεδρικό Ναό για πέντε ήμερες και, παρ' όλο τον ζεστό καλοκαιρινό καιρό, ήταν άθικτο, ακόμη και από την παραμικρότερη υποψία φθοράς ή ακαμψίας. Τα χέρια του ήταν μαλακά και ευλύγιστα. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι καμία απολύτως παρέμβαση δεν έγινε στο σώμα του στον νεκροθάλαμο. Αυθόρμητα έρχονται στον νου τα λόγια του Επισκόπου Ιγνατίου Μπριαντσανίνοφ στο έργο του Σκέψεις γύρω από τον θάνατο: «Έχετε δει ποτέ το σώμα ενός δικαίου, πού έχει εγκαταλειφθεί από την ψυχή; Δεν υπάρχει καμία οσμή φθοράς. Δεν είναι τρομακτικό να είσαι κοντά του. Κατά τη διάρκεια της ταφής του, η θλίψη είναι ανάμικτη μ' ένα είδος απροσδιόριστης χαράς». Όλα αυτά, σύμφωνα με τα λόγια του αξιομνημόνευτου Επισκόπου Ιγνατίου, είναι ένα ασφαλές σημάδι ότι «αυτός πού αναπαύτηκε βρήκε έλεος και χάρη από τον Κύριο».
Μετά την ευλογημένη κοίμηση του, όπως ακριβώς κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Άγιος Ιωάννης συνεχίζει να επιτελεί πολλά και διάφορα θαύματα και θεραπείες για εκείνους πού στρέφονται σ' αυτόν με πίστη. Άνθρωποι, κατά τη διάρκεια δύσκολων στιγμών στη ζωή τους, όταν καμία επίγεια δύναμη δεν μπορεί να βοηθήσει, έχουν εκλιπαρήσει τη μεσιτεία του ενώπιον του Κυρίου. Γράμματα, καθώς και κατάλογοι δεήσεων, έχουν τοποθετηθεί κάτω από τη μίτρα πάνω στον τάφο του Άγιου και πολλοί έχουν λάβει τη βοήθεια στην οποία είχαν ελπίσει.
Το φθινόπωρο του 1993 ή Σύνοδος των Επισκόπων ανέθεσε στον Αρχιεπίσκοπο Δυτικής Αμερικής και Σαν Φρανσίσκο, από κοινού με μία επιτροπή αποτελούμενη από δύο άλλους αρχιερείς, να εξετάσει τα λείψανα του Άγιου Ιωάννη. Το απόγευμα της 28ης Σεπτεμβρίου/11 Οκτωβρίου 1993, μετά από μία παννυχίδα πού τελέστηκε στον τάφο από μέλη της Επιτροπής, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος μίλησε σύντομα, καλώντας όλους τους συμμετέχοντες σ' αυτό το ιερό έργο να συμφιλιωθούν και ζητώντας ο ίδιος συγχώρεση απ' όλους, ευλόγησε τους παρόντες να ανοίξουν τον τάφο. Αφού αφαίρεσαν το καπάκι της σαρκοφάγου, οι συμμετέχοντες ανέσυραν το μεταλλικό φέρετρο του Άγιου και παρατήρησαν πώς σε πολλά σημεία είχε τρυπήσει εντελώς από τη σκουριά. Με φόβο του Θεού και με προσευχή άνοιξαν το φέρετρο. Το πρόσωπο του Αγίου ήταν καλυμμένο και όλοι αμέσως έστρεψαν την προσοχή τους στα λευκά, άφθαρτα χέρια του. Αφού προσευχήθηκαν, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος απομάκρυνε τον «αέρα» από την κεφαλή του Αρχιεπισκόπου και αποκάλυψε το άφθαρτο πρόσωπο του δοξασμένου από τον Θεό Άγιου. Εκείνη τη στιγμή ένα είδος υπερφυσικής πνευματικής ειρήνης, μία ασυνήθιστα ευλαβική σιγή έγινε αισθητή. Κανείς δεν εξεπλάγη, κανείς δεν μιλούσε. Όλα τα προβλήματα έμοιαζαν να εξαφανίζονται. Τέτοια ήταν η γεμάτη χάρη εμπειρία του να στέκεται κανείς δίπλα στα λείψανα του Άγιου.
Στην επόμενη σύγκληση της Συνόδου των Επισκόπων, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος ανέφερε ότι τα τίμια λείψανα του Αγίου Ιωάννη εξετάστηκαν από τη Συνοδική Επιτροπή, την οποία αποτελούσαν ο ίδιος, ο Αρχιεπίσκοπος Λαύρος των Συρακουσών και της Αγίας Τριάδος, ο Επίσκοπος Κύριλλος του Σηάτλ και άλλα δώδεκα ακόμη πρόσωπα, επιλεγμένα από τον συνοδικό Επίσκοπο. Αφού άκουσε την αναφορά του Αρχιεπισκόπου Αντωνίου και την έκθεση της Επιτροπής για την εξέταση των λειψάνων του Άγιου Ιωάννη, η Σύνοδος των Επισκόπων ευλόγησε τη συνέχιση των προσπαθειών προετοιμασίας της αγιοποίησης του Άγιου Ιωάννη, πού προγραμματίστηκε για την 19η Ιουνίου/2 Ιουλίου, ημέρα της ευλογημένης κοίμησης του.
Σ' αυτές τις τρομακτικές ημέρες της γενικής αποστασίας από τον Θεό, ο Κύριος δεν είχε εγκαταλείψει τον λαό Του και του είχε στείλει ένα μεγάλο μεσίτη. Ενώπιον του θρόνου του Θεού είναι ένας θαρραλέος υπερασπιστής της Εκκλησίας του Χριστού. Ένας αγωνιστής και ασκητής σύμφωνα με την παράδοση των στυλιτών, πού ανέλαβαν μόνοι τους την πιο αυστηρή μορφή της αυτονέκρωσης· όσοι βίωσαν τη «σαλότητα για χάρη του Χριστού», η οποία υπερβαίνει τη σοφία του κόσμου τούτου. Ένας καλός και στοργικός ποιμένας πού θυσίασε τη ζωή του για το ποίμνιο του. Ένας δάσκαλος και παιδαγωγός της ορθόδοξης νεολαίας. Ένας θαυματουργός και ανιδιοτελής θεραπευτής. Ένας απόστολος και ιεραπόστολος. Ένας βαθύς θεολόγος. Ένας θεατής μυστηρίων και ένας ιεράρχης παγκόσμιας σπουδαιότητας, πού ακλόνητα ακολούθησε εκείνο πού είχε υποσχεθεί ενώπιον Θεού και ανθρώπων στη μαρτυρία του πού διαβάστηκε κατά τη διάρκεια της εκλογής του στην Επισκοπή: «Τι άλλο μεγαλύτερο όφελος μπορεί να φέρει κανείς στον πλησίον του από το να τον προετοιμάσει για την αιώνια ζωή...».
Με τις προσευχές του Άγιου μας πατέρα Ιωάννη, ας μας διαφυλάττει Κύριος ο Θεός από κάθε κακό, ας ενισχύει την πίστη μας και ας μας βοηθά να πορευόμαστε την αληθινή οδό προς τη σωτηρία. Στον Θεό μας, πού είναι θαυμαστός ανάμεσα στους Άγιους Του αξίζει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου